Τηλεψυχανάλυση και Εγκλεισμός


​Απαντώντας στην πρόσκληση των προσφιλών μου εκδόσεων «Νήσος» (1) για μια πρώτη ηλεκτρονική συγκέντρωση ιδεών γύρω από το θέμα του εγκλεισμού που μας επιβλήθηκε λόγω της πανδημίας, θα θίξω κάποια θέματα όπως αυτά προκύπτουν από την άσκηση της ψυχανάλυσης και της ψυχαναλυτικής θεραπείας «εκ του μακρόθεν», τηλεφωνικά ή οπτικοακουστικά. Ο σκοπός μου είναι να δείξω κυρίως τι από τη «νέα πρακτική» φωτίζει βασικά σημεία της ανθρώπινης συνάντησης που ισχύουν πέρα από κάθε πλαίσιο (θεραπευτικό, ακαδημαϊκό, επαγγελματικό, ερωτικό, οικογενειακό) όπως αυτά τονίστηκαν είτε λόγω της εντονότερης παρουσίας τους ή λόγω της δύναμης της απουσίας τους.

Εντονότατα εμφανίστηκε το ζήτημα ότι για να «κρατηθεί» η δυνατότητα παραγωγής νέας «σκέψης» μέσα σε μια ασαφή βιολογική και κοινωνική κρίση, και μάλιστα σκέψης που ως λόγος εκφερόμενος έχει θεραπευτική αποτελεσματικότητα, χρειάζεται η ύπαρξη ενός δικτύου που θα υποστηρίζει τα σκεπτόμενα υποκείμενα, τους ψυχαναλυτές, στην περίπτωση που εξετάζουμε. Απαιτείται μια βασική τριάδα: θεσμική υποδομή, το αίτημα μιας «ανοιχτής θεωρίας» και το αξίωμα του «μεθύστερου» για την παραγωγή μιας θεωρίας που τείνει προς την «αλήθεια». Ας δούμε τη διαδρομή μέσα στο διεθνές δίκτυο των ψυχαναλυτών και τις συνεπαγωγές της.

Η Διεθνής Ψυχαναλυτική Ένωση (International Psychoanalytic Association), οι επιμέρους Ομοσπονδίες ανά ήπειρο που την συγκροτούν και οι ανά χώρα Ψυχαναλυτικές Εταιρείες έδειξαν ότι δεν αποτελούν μόνο θεσμικά όργανα αλλά ζωντανό δίκτυο «εταίρων». Από την πρώτη στιγμή άρχισε σε διαπροσωπικό , εθνικό και διεθνές επίπεδο συζήτηση για τις θεωρητικοκλινικές επιπτώσεις της αλλαγής του θεραπευτικού πλαισίου αλλά και μια γενικότερη συζήτηση για το «συλλογικό» κάτω από τις ρέουσες επιπτώσεις της πανδημίας και του εγκλεισμού. Τρεις προϋπάρχοντες λόγοι βοήθησαν σημαντικά στην άμεση ανάπτυξη αυτών των αντανακλαστικών:

-Η ψυχαναλυτική κοινότητα τον τελευταίο μισό αιώνα με την επιθυμία επέκτασης της θεραπευτικής της προσπάθειας σε κλινικές οντότητες πέραν της νευρώσεως, όπως ψυχώσεις, εξαρτήσεις, οριακές, ψυχοσωματικές και ναρκισσισικές οργανώσεις και πιο πρόσφατα διαταραχές της ταυτότητας και του φύλου, είχε υποχρεωθεί σε αλλαγές και κυρίως σε περαιτέρω θεωρητικοποίηση του πλαισίου, θεωρητικοποίηση που συχνά γίνεται με μεγάλες αλλά κατά την εκτίμησή μου γόνιμες αντιπαραθέσεις. Συνοπτικά «το πλαίσιο» είναι ένα ανοιχτό θέμα για την ψυχανάλυση και ιδιαίτερα η τηλεψυχανάλυση αποτελούσε ένα από τα επίκαιρα θέματά της, ιδιαίτερα με την επέκταση της Ψυχανάλυσης στις «Νέες χώρες», όπως η Κίνα, απομεμακρυσμένες περιοχές της Ρωσίας κ.α. Η υποχρεωτική και παγκόσμια τηλεψυχανάλυση βρήκε την παγκόσμια ψυχαναλυτική κοινότητα σε κάποια ετοιμότητα για το θέμα αλλά του προσέδωσε μια άλλη δυναμική. Άρα το ερώτημα, δεν εφευρέθηκε αλλά προϋπήρχε μέσα στον προβληματισμό της κοινότητας. Μόνο που τώρα τίθεται ως «παγκόσμιο πείραμα» σε ένα «παγκόσμιο εργαστήριο» συγκροτούμενο από όλα τα ψυχαναλυτικά «ντιβάνια» και τις επιστημονικές και τις θεσμικές μας Εταιρείες. Υποθέτω, ότι και στα άλλα κείμενα αυτού του τόμου, θα παρουσιασθεί αυτή η ίδια διαπίστωση: «προϋπήρχε» το ερώτημα σχετικά με το πώς των συνεχών μετατροπών του πλαισίου και της τεχνικής μιας επιστήμης (όπως η κοινωνιολογία, η παιδαγωγική, η βιοϊατρική κ.α.) και ειδικότερα όσον αφορά στην τηλε-άσκησή της.

-Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, οι ψυχαναλυτές μοιάζει διεθνώς να παράγουν λίγα έργα σχετικά με το «κοινωνικό» αλλά αυτό δεν είναι αληθές. Τα έργα δεν έχουν την πρωτοτυπία, το ρηξικέλευθο και το τόσο αμφισβητούμενο των φροϋδικών έργων ούτε τους ακροβατισμούς της μετά τον Μάη του ’68 παραγωγής. Είναι όμως πολλά σε αριθμό και εξετάζουν πιο ώριμα την από την έναρξη της ζωής αλληλοεπίδραση του «ατομικού» και του «συλλογικού», τη δυναμική των ομάδων, τη συγχρονία και τη διαχρονία , τα συλλογικά και διαγενεαλογικά τραύματα, τις κοινωνικές αναπαραστάσεις για τη διαμόρφωση ταυτότητας και φύλου. Ακόμη πιο συγκεκριμένα, πλήθος εργασιών αναφέρονται στις συνθήκες της διαδικτυακής ζωή, στον αυξανόμενο ναρκισσικό ατομικισμό και στη σύγχρονη μοναξιά. Το αίτημα του «κοινωνικού» είναι ενεργές στο μυαλό του κάθε ψυχαναλυτή κάθε στιγμή στην κάθε συνεδρία με τον κάθε ασθενή του και αποτελεί το θέμα των τωρινών μας συζητήσεων στις διαπροσωπικές, εθνικές και διεθνείς συναντήσεις. Υπάρχει πλήθος ιδεών που εγκυμονούν αλλά η επιστήμη μας διέπεται από την αρχή του «μεθύστερου», του après coup, που απαιτεί κάποιο χρόνο εσωτερικής συνειδητής και ασυνείδητης διεργασίας για τη διαμόρφωση, εννοιολόγηση και ερμηνεία των φαινομένων. Ο χρόνος αυτός υποστηρίζεται από μια ικανότητα που ο κάθε αναλυτής καλείται να αναπτύξει για την καλή άσκηση της πρακτικής του και που λέγεται «η αρνητική ικανότητα», δηλαδή να μπορείς να παραμένεις σε μία δύσκολη αδιαμόρφωτη κατάσταση ιδεών και συναισθημάτων και να μην καταφεύγεις σε κάποια προκατασκευασμένη θεωρία για την πρόσκαιρη ανακούφισή σου. Ανακούφιση που όμως έχει ως αντίτιμο μια ψευδή ιδέα, μια αλλοτριωτική στάση για σένα και, ακόμη χειρότερα, για τον ασθενή σου.

Με αυτή τη στάση που γενικά τηρείται από τους συναδέλφους μου ψυχαναλυτές και προς τον κοινωνικό χώρο (γιατί δεν δώσαμε προς το κοινό «οδηγίες» για την άμεση διαχείριση των φόβων και των αγωνιών που έχουν διακινηθεί, αλλά κάποιους δρόμους σκέψης) δείχνουμε σε όσους θέλουν να το καταλάβουν την ηθική στάση της Επιστημοσύνης γενικότερα. Ελπίζω αυτό θα φανεί και στα άλλα κείμενα του τόμου, γιατί βλέπω ότι και οι άλλες Επιστήμες (Disciplines) πειθαρχούν σε αυτόν τον επιστημονικό κανόνα του «μεθύστερου». Γενικά, επιβεβαιώνεται ότι η Επιστήμη μιλά για ότι ξέρει και μέχρι εκεί που ξέρει και από τη στάση της, στις παρούσες στιγμές, φαίνεται να ανακτά ένα μέρος του σεβασμού που της οφείλεται έναντι άλλων θεσμικών λόγων. Η αίσθησή μου όμως είναι ότι αυτό δεν θα έχει διάρκεια και αποδοχή σε βάθος. Οι Πολλοί και πάλι θα καταφύγουν στην Ψευδοεπιστήμη και στη σαγήνη της Ρητορικής και θα κωφεύουν στην Επιστήμη και στις σκληρές διαπιστώσεις της. Αυτό νομίζω συμβαίνει με όλες τις Επιστήμες Φυσικές, Βιολογικές και του Ανθρώπου, και είναι κάτι που η Ψυχανάλυση το γνωρίζει πολύ καλά γιατί ως λόγος αποκαλυπτικός της βιαιότητας και της μικρής δυνατότητας αυτοδιάθεσης και αυτονόμησης των Πολλών, συνεχώς και συστηματικά εξοστρακίζεται από τους Ακαδημαϊκούς και Πολιτειακούς Θεσμούς. Με το κίνημα συντηρητισμού που κατά τη γνώμη μου θα ακολουθήσει την πανδημία, αυτό τον περιορισμό θα υποστούν και οι άλλες Επιστήμες. Άρα, έχουμε και θα έχουμε δύο αναντίστοιχα φαινόμενα: έντονη διεργασία μέσα στις επιστημονικές ομάδες για την ανάπτυξη αληθινού και καινούριου λόγου, έντονο αποκλεισμό αυτού του καινούριου λόγου από τις δομές της Εξουσίας που δεν θα μπορούν να τον διαχειρισθούν προς όφελός τους. Επικαιροποιείται εντονότατα η σύγκρουση Εξουσίας (Pouvoir) και Γνώσης (Savoir), έστω και αν τυχοδιωκτικά η Εξουσία μοιάζει τώρα να «ακούει» την Επιστήμη.

-Οι ψυχαναλυτές είναι μια διεθνής «φυλή» με ισχυρότατους δεσμούς αγάπης, μίσους, αναγνώρισης και απαξίωσης, ναρκισσικών και γενεαλογικών προβολών μεταξύ των μελών και των «υποφυλών» της. Τουλάχιστον εμείς, οι αναγνωρισμένοι βάσει σκληρών κριτηρίων ψυχαναλυτές της Διεθνούς, δεν είμαστε περισσότεροι από 13.000 σε ολόκληρο τον κόσμο, οι μισοί περίπου εκ των οποίων στην Ευρώπη. Το μικρό μας πλήθος, η έντονη εταιρική ζωή μας, η μεγάλη μας συμμετοχή σε διεθνή ηπειρωτικά και δι-ηπειρωτικά συνέδρια, η μεγάλη διάρκεια της επαγγελματικής μας ζωής, η «δια βίου επιμόρφωση, διαμόρφωσή μας» που κυρίως γίνεται με την «έκθεση» της δουλειάς μας σε ημεδαπούς ή/και αλλοδαπούς συναδέλφους , και κυρίως χάρη στο μοντερνικό, ανεκτικό και επιστημονικά στραμμένο προς τη διαφορετικότητα πνεύμα που μας διακρίνει, αποτελούν παράγοντες που έχουν ως αποτέλεσμα πολλοί από εμάς να γνωριζόμαστε αρκετά καλά και να έχουμε αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς μεταξύ μας. Επικοινωνούμε συστηματικά, υπάρχουμε ο ένας για τον άλλο «με σάρκα και οστά». Η συνθήκη αυτή ενεργοποιήθηκε αμεσότατα με την άφιξη της κρίσης και του εγκλεισμού και χιλιάδες συνάδελφοι επικοινώνησαν με τους συναδέλφους που εμπιστεύονται με το απλό ερώτημα «εσύ πώς δουλεύεις τώρα;», ερώτημα που σε εμάς δεν σημαίνει μόνο πώς δουλεύεις με τον «άλλο» αλλά και πώς διεργάζεσαι εσωτερικά, στον ψυχισμό σου, τις νέες συνθήκες. Αναδεικνύεται λοιπόν η αξία της παγκόσμιας ( ανιδιοτελούς ως προς το υλικό επίπεδο, ιδιοτελούς ως προς το ψυχικό επίπεδο) κοινότητας ομοίων και «ισοτίμων» (εκ των οποίων κάποιοι είναι «πρώτοι μεταξύ ίσων») εταίρων που έχουν εμπιστοσύνη μεταξύ τους, μιλούν συλλογικά και με ειλικρίνεια «για την εμπειρία» τους, με σκοπό πρώτα-πρώτα να αλληλοστηριχθούν συναισθηματικά μέσα στη δοκιμασία προσφέροντας ο καθένας το «υλικό του» από το οποίο, ίσως, προκύψει όπως έγραφα στην προηγούμενη παράγραφο σε μετέπειτα χρόνο Λόγος συλλογικός και συνεκτικός.

Έρχομαι τώρα σε αυτά που δηλώθηκαν με την απουσία τους:

Οι αρχές που επιβεβαιώθηκαν στην ψυχαναλυτική κοινότητα σχετικά με το «κράτημα» και την ικανότητα αναμονής για την παραγωγή σκέψης, βρέθηκαν, βρίσκονται σε κρίση όσον αφορά την άσκηση της τηλεψυχανάλυσης κατά τη διάρκεια των συνεδριών. Μεγάλο μέρος των συναδέλφων μοιάζει να δυσκολεύεται να βρίσκει την απαραίτητη ισορροπία ανάμεσα στο «κράτημα» και σε αυτό που αποκαλούμε «ψυχαναλυτική ουδετερότητα», δηλαδή μια στάση «ίσης απόστασης» ανάμεσα στα διάφορα στοιχεία του «υλικού» των λόγων του αναλυομένου, ώστε με τη βοήθεια των ελεύθερων συνειρμών του και της θεωρίας να διατυπωθεί η λειτουργική ερμηνεία. Κάτω από την πίεση των πραγματικών γεγονότων, η συνεδρία «γέρνει» προς το πραγματικό και το άμεσο, χάνοντας τον βασικό της προσανατολισμό που είναι η σύνδεση του «εδώ και τώρα» βιώματος με το «απωθημένο» και διαχρονικό του ασθενούς, μόνη σύνδεση που μπορεί να καταδείξει τα ελλείμματα και τα τραύματα και να τα ερμηνεύσει, αποτρέποντας έτσι την επανάληψή τους. Η τηλεψυχανάλυση κινδυνεύει να «κλίνει» προς τη γνωσιακή συμβουλευτική και να γίνει διαχείριση «κρίσεων» και όχι θεραπεία της υπαρξιακής ψυχοσεξουαλικής κρίσης του υποκειμένου. Έχω την αίσθηση ότι κάτι ανάλογο, το επείγον της αντιμετώπισης της παρούσης κρίσης να έρχεται να σκεπάσει το ερώτημα της «δομικής κρίσης», θα παρατηρείται και στους άλλους τομείς σκέψης και διαχείρισης των παρόντων βιολογικών και κοινωνικών παραμέτρων.

Η μη συνάντηση της ψυχαναλυτικής δυάδας μέσα στον ίδιο χώρο φέρνει στο προσκήνιο δύο κατ’ εξοχήν ψυχαναλυτικά ζητήματα, τα οποία δυστυχώς θα αναφέρω συνοπτικά, αν και κατά τη γνώμη μου αποτελούν θεμελιώδη συστατικά της «ανθρώπινης συνάντησης».

Το ένα είναι «το σώμα» ή καλύτερα η ενεργοποίηση λόγου ή/και φαντασιώσεων που θίγουν, ακουμπούν, κεντρίζουν το σώμα. Μόνο όταν ενεργοποιείται αυτή η συνθήκη της «ενσωμάτωσης του λόγου», μόνο όταν τα «πάθη» του αναλυομένου (και ίσως παράλληλα τα κρυφά πάθη του αναλυτή) γίνονται «ένυλα πάθη», κατά τον Αριστοτέλη και κατά τον, σε μεγάλο βαθμό αριστοτελικό Σ.Φρόυντ, συμβαίνει η ενοίκηση του ψυχισμού μέσα στο σώμα, συνθήκη απαραίτητη για την απαρτίωση του ατόμου. Ελπίζω ο αμύητος στην ψυχανάλυση αναγνώστης ανατρέχοντας σε δικές του συγκλονιστικές αναμνήσεις ψυχοσωματικής πληρότητας ερωτικού, επιθετικού ή εκστατικού περιεχομένου να καταλάβει τι εννοώ. Η τηλεανάλυση καταφέρνει κάπως να λειτουργεί μόνο αν έχουν ήδη δημιουργηθεί ήδη τα μνημονικά ίχνη της ενσάρκωσης του λόγου κατά την αναλυτική πράξη. Ο αναλυτής που δεν έχει αντιληφθεί την αξία τους θα τα ατονήσει περαιτέρω, οδηγώντας την ανάλυση στην «εκλογίκευση», ο αναλυτής που θα αναγνωρίζει την αξία τους αλλά χάσει το μέτρο από την ψυχρότητα του νέου πλαισίου θα επιχειρήσει την υπερδιέγερσή τους γινόμενος αποπλανητικός και , ίσως, τραυματικός.

Έρχομαι στο τελευταίο, αν και πρωταρχικό ζήτημα: το θέμα της «καταπάτησης του Νόμου» εντός της ψυχαναλυτικής συνθήκης. Η ψυχαναλυτική συνάντηση ορίζεται από έναν κανόνα, ότι τα πάντα μπορούν και οφείλουν να έρθουν στον λόγο, τίποτε δεν μπορεί να συντελεσθεί ως πράξη μεταξύ του αναλυτή και του αναλυόμενου. Ο κανόνας αυτός έχει άμεση αναφορά στο ταμπού της απαγόρευσης της αιμομιξίας, αλλά βασίζεται στο θεμελιακό αξίωμα ότι μόνο περνώντας από τη γλώσσα οι αισθήσεις και οι εικονικές φαντασιώσεις εγγράφονται πολυδύναμα στον ψυχισμό. Όπως καταλαβαίνουμε , με την ανάκληση των τραυμάτων ή/και με την ασυνείδητη επανάληψή τους μέσω της «μεταβίβασης», η αυθεντική ψυχανάλυση ακροβατεί πάνω «στην κόψη του ξυραφιού» επιδιώκοντας την οριακή ενδοψυχική αναβίωσή τους για να επιτευχθεί η «ενσάρκωση» που προανέφερα αλλά και η αποτροπή της επανάληψης του τραύματος με πράξη χάρη στις δυνατότητες ελέγχου της επίθεσης των ενστίκτων, των ενορμήσεων και των ελλειμμάτων από το συσκέπτεσθαι και συνφαντάζεσθαι της αναλυτικής δυάδας. Μόνο η αναστολή της επιβαλόμενης, μηχανιστικά, αυτόματα, ασυνείδητα πράξης, θα οδηγήσει στη σκέψη, στη συγκράτηση, στην αναγκαία, έστω και στιγμιαία εν-κράτεια που επιτρέπει τη διαμόρφωση σκέψης και «στάσης» μέσα στην οποία αυτοαναγνωρίζεται το υποκείμενο. Η τηλεανάλυση στερούμενη αυτού του όρου του «πραγματικού», αυτής της «απειλής», δεν μπορεί να δώσει την αίσθηση της νίκης του νοητικού επί του θυμικού, συνθήκη που, νομίζω, σε παναθρώπινο επίπεδο αποτελεί την βάση για την αυτοαναγνώριση και την αυτονόμηση του υποκειμένου.

1. Το κείμενο ανήκει στον τόμο Αποτυπώσεις σε στιγμές κινδύνου που ετοίμασε η Εταιρεία Επιστημών του Ανθρώπου με αφορμή την πανδημία και εξέδωσαν οι εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, Απρίλιος 2020. Ο αναγνώστης μπορεί να «κατεβάσει» δωρεάν τον τόμο μπαίνοντας στο www.nissos.gr