Θεός και Φύση στο Έργο του Νίτσε


Μια ενδιαφέρουσα για την ψυχανάλυση αντιπαράθεση

Το ζεύγος «θεός- φύση» είναι πρωτεύον στο έργο του Νίτσε και με την ομιλία μου θα προσπαθήσω να δείξω ότι οι συνεπαγωγές του έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ψυχανάλυση. Πριν την παρουσίαση του ζεύγους «θεός- φύση» νομίζω ότι είναι χρήσιμο να τοποθετήσουμε το έργο του Νίτσε μέσα στο ιστορικό και ιδεολογικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται. Θεωρώ ότι αποτελεί μία άμεση συνέχεια του προβληματισμού της εποχής του έστω και αν πραγματοποιεί την «ρήξη» με αυτόν εγκαθιστώντας «επιστημολογική τομή» και «ασυνέχεια». Επειδή θεωρώ ότι και ο Φρόυντ εγκαθιστά «επιστημολογική τομή και ασυνέχεια», η σύγκριση του διαβήματος των δύο διανοητών αποτελεί επιστημολογική υποχρέωση. Κατά τη γνώμη μου ο Φρόυντ υπερτερεί επειδή προτείνει και νέο επιστημονικό «παράδειγμα», αλλά αφήνω αυτό το θέμα για τη συνολική συζήτηση του στρογγυλού τραπεζιού.

Ο Νίτσε «ομιλεί» (και επιμένω σ’ αυτή τη διατύπωση για να δείξω άλλη μία ομοιότητα Νίτσε και Φρόυντ που αφορά στον «προφορικό» χαρακτήρα του ύφους τους) κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Έχουν προηγηθεί ο Διαφωτισμός, η Γαλλική Επανάσταση και η Βιομηχανική Επανάσταση. Η έννοια του θρησκευτικού-μεταφυσικού θεού μοιάζει να εγκαταλείπεται από την επιστημονική και την φιλοσοφική κοινότητα, όμως , ίσως, ένας νέος θεός έρχεται στη θέση του και αυτός είναι η Επιστήμη.

Ο Νίτσε , παρά τις διάφορες αποχρώσεις, επιτίθεται ως ενιαίο σύνολο στο δίδυμο «θεός- επιστήμη» διότι θεωρεί ότι αποτελούν θεμελιώδεις έννοιες με βάση τις οποίες προτείνονται στους ανθρώπους ενιαία, ολοκληρωμένα, άρα «κλειστά» συστήματα σκέψης που κατέχουν την «αλήθεια» και που στοχεύουν ή με την παραπλάνηση ή με τον φόβο να κρατήσουν τον άνθρωπο μακριά από τη φύση του. Έτσι, απρόσωπο, «αλλοτριωμένο» (σύμφωνα με τους όρους της κλασσικής γερμανικής φιλοσοφίας), με «ψευδή εαυτό» ( σύμφωνα με την ψυχαναλυτική προσέγγιση) θα του καλλιεργήσουν το «αγελαίο συναίσθημα» και θα τον υποτάξουν στην «αγέλη», όπως αποκαλεί την υποταγμένη στην κεντρική εξουσία μάζα των ανθρώπων.

Κύριος φιλοσοφικός λόγος που επιτίθεται στο δίδυμο «θεός- επιστήμη» είναι το ότι και οι δύο έννοιες εδράζονται στη λογική του «δυϊσμού». Μέσα στο έργο βρίσκουμε συνεχώς τους δυϊσμούς «σώματος και ψυχής», «φαίνεσθαι και Είναι», «αισθητού και ιδέας», οι οποίοι είναι θεμελιωμένοι στον μεταφυσικό δυϊσμό «Εδώ και Επέκεινα».

Για να πολεμήσει τον δυϊσμό εγκαθιστά, στο πρώτο του βιβλίο Η γέννηση της Τραγωδίας, τη διάσταση (ή έναν ακόμη δυϊσμό;) ανάμεσα στον Απόλλωνα και στον Διόνυσο. Ο πρώτος είναι ο εκφραστής του αποκομμένου από το σώμα πνεύματος, ο δεύτερος, ο εκφραστής του σώματος και της ενστικτώδους υποστάσεώς του. Με αναλυτικούς όρους θα λέγαμε ότι ο πρώτος εκφράζει το έργο της μετουσιωμένης ενόρμησης ενώ ο δεύτερος την ενόρμηση κατά τη στιγμή του περάσματός της από το σωματικό στο ψυχικό, δηλαδή τη διέγερση-ενόρμηση που αναζητά, αιτείται την ψυχικοποίησή της.

Ο Απόλλων εκπροσωπείται με το «όνειρο», ο Διόνυσος με τη «μέθη». Τι κάνει τον Νίτσε επιφυλακτικό ως προς το όνειρο καθ΄όλη τη διάρκεια του έργου του, έστω και αν κάποιες φορές το θεωρεί ως δείκτη της κίνησης του σώματος προς την ψυχή; Τι τον εμποδίζει να δει τη σωματική του καταγωγή και να το αξιοποιήσει, όπως έξοχα, έκανε ο Φρόυντ; Διαβάζοντας τις γραμμές του καταλαβαίνουμε ότι θεωρεί το όνειρο ιδιαίτερα βεβαρυμμένο γιατί εκπροσωπεί το Επέκεινα. Διαβάζοντας μέσα από τις γραμμές του θεωρώ ότι ο Νίτσε βλέπει καλά τον ρόλο της γλώσσας στη δευτερογενή διαδικασία της διαμόρφωσης του ονείρου και θέλει να αποφύγει το σημασιολογικό κώδικα που φέρουν τελεολογικά «η λέξη» και που, κατ’ αυτόν, καλύπτει και κρύβει την αλήθεια των πραγμάτων. Η επιλογή της «μέθης» καταργεί τον σκεπτόμενο Νου, καταργεί τον χρόνο, άρα και το Επέκεινα, εγκαθιστώντας την «καταληψία» στο «Τώρα», στον Ενεστώτα χρόνο, που όπως ξέρουμε από τον Φρόυντ εκφράζει την κατάσταση της ασύνδετης ενόρμησης. Θεωρώ ότι με τη σημασία που δίνει στα επιτονικά, μουσικά στοιχεία του λόγου, όπως δίνονται μέσα από το τραγούδι, και στη γλώσσα του σώματος, όπως δίνεται μέσα από τον χορό, θέλει τα πράγματα να παλινδρομήσουν στην προσημασιολογική, προγλωσσική συνθήκη. Κατά τη γνώμη μου, το ασυνείδητο βίωμα που αποτελεί τη βάση του μεθυσμένου χορευτή και τραγουδιστή Διονύσου, είναι το μικρό α-νόητο βρέφος, το infans, που τρικλίζει και βγάζει ήχους μπροστά στα εκστατικά μάτια της μητέρας του (θα επανέλθω στο σημείο αυτό στο τέλος του κειμένου). Με τον Διόνυσο δεν υπάρχει «νόημα» αλλά υπάρχει «έκ-στάση» του εαυτού προς τον σημαίνοντα άλλον.

Αν και κατά την εξέλιξη του έργου του ο Νίτσε δεν εγκαταλείπει τον Διόνυσο ως πρότυπο της σωματικής ώσεως προς την πράξη , ως παράδειγμα της πράξης αντί του λόγου, στα επόμενα βιβλία το μεγάλο αντίβαρο στο δίδυμο «θεός- επιστήμη» γίνεται η «Φύση». Αυτή μας φέρει και την φέρουμε και αυτή πρέπει να αποτελέσει την ουσιαστική πηγή για τη Χαρούμενη γνώση, Χαρούμενη επιστήμη, που θα είναι αυθεντική γιατί θα τείνει στην έκφραση της φύσης. Ολόκληρο ίσως το ομότιτλο βιβλίο (στα ελληνικά έχει αποδοθεί και με τις δύο μεταφράσεις) συμπυκνώνεται σε μια φράση: «Ας γίνουμε φυσικοί!».

Ο Νίτσε αμφιβάλλει για τις δυνατότητες της βεβαρυμμένης από προκατασκευασμένες αντιλήψεις Σκέψης και γι’ αυτό προτείνει την Πράξη ως έκφραση του Είναι, Είναι που βρίσκεται σε συνθήκη ανάγκης ή επιθυμίας (εδώ συναντούμε ξανά τον παραλληλισμό με τον Φρόυντ που επίσης θεωρεί αυτά τα δύο ως συγκρουσιακά κίνητρα του ψυχισμού). Ο Νίτσε θεωρεί ότι μέσα από την Πράξη θα προκύψει η νέα συνθήκη που θα ανταποκρίνεται περισσότερο στο Τώρα του υποκειμένου και του κόσμου, γιατί κατ΄αυτόν (και νομίζω ότι και κατά τον Φρόυντ) το υποκείμενο δεν νοείται εκτός του κόσμου. Ας θυμηθούμε το φροϋδικό κείμενο «Ψύχωση και Νεύρωση» όπου η εξωτερική πραγματικότητα τίθεται ως 4ος τόπος, έναντι των τριών «ενδοψυχικών» τόπων (Εκείνο, Εγώ, Υπερεγώ).

Η φύση, με νιτσεϊκούς όρους,
-είναι «αέναη», ιδιότητα πάνω στην οποία θα στηρίξει το θεώρημά του της «αιώνιας επιστροφής»,
-είναι «συνεχής», ιδιότητα πάνω στην οποία θα στηρίξει την κριτική της «αιτιοκρατίας» ως ανθρωπομορφισμού της επιστήμης που εξάγει σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος αφού απομονώσει τμήματα της «πραγματικότητας» από το «συνεχές» του «γίγνεσθαι», άρα, αν το «ακούσουμε» ψυχαναλυτικά, με μια άρνηση της ολότητας,
-προκύπτει από το «χάος», θεμελιώνεται στο χάος, άρα βρίσκεται σε συνεχή ενεργειακή κατάσταση προς αναζήτηση πράξεων, μορφών και νοημάτων για να τα επενδύσει.

Λέει ειδικά για τον άνθρωπο στο Πέρα από το καλό και το κακό «ο άνθρωπος είναι το ζώο που η φύση του δεν έχει ακόμη καθορισθεί…Υπάρχει ακόμη «χάος» μέσα στον άνθρωπο για να δημιουργήσει ένα αστέρι που χορεύει». Νομίζω ότι η νιτσεϊκή φύση, με αυτές τις παραδοχές, δεν βρίσκεται μακριά από την περιγραφή του τμήματος του Εκείνου το οποίο βρίσκεται σε ενεργειακή μορφή και δεν έχει ακόμη συνδεθεί με αναπαραστάσεις.

Η φύση στο Ετσι μίλησε ο Ζαρατούστρα δίνεται με τη μεταφορά της «Γης». Ο Υπεράνθρωπος, όπως έχει μεταφρασθεί λανθασμένα ο Ubermensch (και που ορθά πρέπει να μεταφρασθεί ως « Ο πέρα από το γνωστό άνθρωπος») θα πρέπει να γίνει ο «εκφραστής του νοήματος της γης». Η γραμμή φύση-γη υλοποιείται στον άνθρωπο από το Σώμα.

Το σώμα (και εδώ υπάρχει πλήρη ταύτιση της σκέψης των δύο διανοητών) δίνει τον εαυτό. Ας θυμηθούμε τη φροϋδική φράση «το Εγώ είναι πρώτα απ’ όλα ένα σωματικό Εγώ». Ο Ζαρατούστρα διδάσκει: «Εκείνος που έχει ξυπνήσει, εκείνος που ξέρει, λέει: «είμαι σώμα πέρα για πέρα και τίποτε άλλο. Και η ψυχή δεν είναι παρά μια λέξη για κάτι που ανήκει στο σώμα…Το σώμα είναι ένα μεγάλο λογικό, μια πολλότητα που έχει νόημα, ένας πόλεμος και μια ειρήνη, ένα κοπάδι και ένας βοσκός».

Από το σώμα προκύπτει ο εαυτός (έννοια πολύ κοντά στο ψυχαναλυτικό self) για τον οποίο η αίσθηση, το νόημα και το πνεύμα δεν είναι παρά εργαλεία και παιχνίδια. Ο εαυτός διαμορφώνει τις αναπαραστάσεις, τις αντιλήψεις και κυριαρχεί στο εγώ. Τελικά από δημιουργικός εγκλωβίζεται μέσα στο σύστημα της ετερο-αναφοράς προς τις κυρίαρχες αντιλήψεις της κοινωνικής συνοχής και δημιουργεί ένα αλλοτριωμένο εγώ. Αυτό φαίνεται γλαφυρά στο νιτσεϊκό παράδειγμα αυτού που σκοτώνει με μαχαίρι. Το εγώ του φονιά αλλά και οι δικαστές (ας δούμε εδώ εσωτερικές και εξωτερικές Υπερεγωτικές λειτουργίες) δεν θα παραδεχθεί ποτέ ότι αυτός που σκότωσε , σκότωσε γιατί η ψυχή του ήθελε αίμα. Εγώ και δικαστές θα θεωρούν ότι σκότωσε για να ληστέψει. Δηλαδή Εγώ και δικαστές εγκαθιστούν τη συμπαιγνία της κοινωνικής αιτιότητας γιατί η αποδοχή της αιτιότητας του ενστίκτου είναι τρομακτική και ως εκ τούτου απορριπτέα.

Ο εγκλωβισμένος εαυτός δεν έχει άλλη λύση από το καταστραφεί. Προς αυτή την κατεύθυνση βλέπει ο Νίτσε και τον θετικό ρόλο των αρετών που ως συνιστώσες τού εαυτού που συγκρούονται μέσα του με στόχο την αλληλο-επικυριαρχία τους, αυξάνουν τη δυναμική της αταξίας άρα και της κατάλυσης της συνοχής.

Λύσεις για την απελευθέρωση του ατόμου από τον εαυτό είναι:
-η «δύση», η κατάδυση του ανθρώπου μέσα στη φύση του, στο σώμα του. Ο Νίτσε επίτηδες επιλέγει τη «δύση» έναντι της ιδεαλιστικής, μεταφυσικής «ανάβασης».
-Η «θέληση για δύναμη». Με αυτό ο Νίτσε εννοεί τη συνεχή επιθυμία του ατόμου να έχει τη δύναμη να σπα όλες τις προκατασκευασμένες αντιλήψεις και αναπαραστάσεις που φέρει. Νομίζω ότι οι αναλογίες με το Εγώ που υποστηρίζει το πρόταγμα της παλινδρομικής αποδιοργάνωσής του μέσα στην ψυχανάλυση είναι ιδιαίτερα εμφανείς. Αυτή όμως η αποδιοργανωτική λειτουργία του εγώ μέσα στην ψυχανάλυση δεν επιτυγχάνεται παρά χάρη στην ύπαρξη ενός μεταβιβαστικού λόγου προς ένα υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει. Η θέση αυτή πληρούται στην ανθρώπινη κοινωνία από τον «Πατέρα» και στην ψυχανάλυση από τον αναλυτή.

Θεωρώ ότι ο Νίτσε δεν αναγνωρίζει τη λειτουργία του Πατέρα γιατί δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το φαινόμενο του ευνουχισμού και κατά συνέπεια δεν μπορεί να επωφεληθεί από τη δομούσα τον ψυχισμό λειτουργία του. Η αδυναμία «άφιξης» στον ευνουχισμό οφείλεται κατά τη γνώμη μου σε ένα βαθύτερο τραύμα που αναφέρεται στο καταλυτικό άγχος θανάτου. Αυτό προσπαθεί να «διασκεδάσει» κάτω από τον μονισμό Ζωής που διακατέχει τη σκέψη του και την «ταχυψυχία» της ζωής και του έργου του. Κατά τη γνώμη μου παραμένει στο στάδιο του His Majesty the Baby και γεμάτος παντοδυναμία χορεύει και τραγουδά ως ναρκισσικός φαλλός μπροστά στην εκστατική μητέρα του Φύση. Από μία τέτοια ναρκισσική θέση δεν υπάρχει άλλη έξοδος παρά η τρέλα και η άνοια (και ας μου επιτραπεί μία τέτοια ψυχοσωματική προσέγγιση στην εξήγηση της καταληκτικής ασθένειάς του, παρά την υποτιθέμενη συφιλιδική εγκεφαλοπάθειά του).

Από το έργο του παραμένει θα έλεγα η δύναμη της καταστροφικότητας με την οποία καταλύει τα υπάρχοντα συστήματα σκέψης και η εμψύχωση όλων των διανοητών να επιχειρήσουν το ίδιο. Υποδεικνύεται η δύναμη που δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει, η αποσυνδετική δύναμη της ενόρμησης του Θανάτου. Δύναμη που ένας άλλος «φυσικός» (physician) ο Φρόυντ μπόρεσε να αναγνωρίσει και να δομήσει με αυτήν ένα, κατά τη γνώμη μου, πληρέστερο, συνθετότερο, ανοιχτό για πάντα, σύστημα σκέψης.