Εισαγωγικές έννοιες
Ο S. Freud στο έργο του ” Ο αφηγητής και το φαντάζεσθαι” [ “Der Dichter und das phantasieren” (1908)] λέει πως κάθε σημαντικό έργο τέχνης ασκεί ένα επιπλέον μέρος σαγήνης, ένα prime σαγήνης, το οποίο δεν σχετίζεται με την προφανή, την έκδηλη ιστορία ή αναπαράσταση του έργου. Η σαγήνη αυτή, που εύκολα αμέσως ως όρος μ’ας ανάγει στην ευχαρίστηση και στην ηδονοβλεπτική θέση, μιά και από τέτοια θέση ερχόμαστε σε επαφή ως κοινό με την τέχνη, οφείλεται, σύμφωνα με τον S.Freud στο ότι το έργο μ’ας ανάγει, χωρίς να το αντιληφθούμε, σε βαθύτερα επίπεδα της ψυχικής μας οργάνωσης. Τη θέση αυτή ακολούθησε ο S.Freud καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του δίνοντάς μας εξαιρετικά δείγματα αναλύσεων στο χώρο της λογοτεχνίας (Gradiva, 1907), της τέχνης (Leonardo, Μωϋσής, 1910), αλλά και στους χώρους των ανθρωπιστικών επιστημών (μυθολογία, ανθρωπολογία, 1912). Στην διαδρομή αυτή τον ακολούθησαν πολλοί, άλλοι με μεγαλύτερη και άλλη με μικρότερη επιτυχία, και στον τομέα αυτόν προσπαθούμε και εμείς, σήμερα, με βάσει το υλικό των “Βακχών” να αναγνωρίσουμε την λανθάνουσα ιστορία που συνδέει τα μέρη του έργου, αφήνοντας τα άλλα επίπεδα ανάλυσής του στους κλάδους όπου αυτά ανήκουν, όπως : η θρησκειολογία (γιατί πρόκειται για την ιστορία της έλευσης ενός θεού), η κοινωνιολογία (γιατί τίθεται το θέμα των σχέσεων άστεως και περιφέρειας), η ιστορική ψυχολογία, κ.λπ.
Για την ανάδυση του λανθάνοντος νοήματος χρησιμοποιούμε την τεχνική με την οποία “ακούμε” ψυχαναλυτικά το όνειρο : όπως στο όνειρο θεωρούμε όλα τα πρόσωπα του ονείρου ως πτυχές της προσωπικότητας του ονειρευομένου, έτσι και εδώ θεωρούμε όλα τα πρόσωπα της τραγωδίας, όχι ως χαρακτήρες, με την έννοια του κλασικού θεάτρου, αλλά ως ταυτίσεις του υποκειμένου που μέσα από τη σύνθεση και τη σύγκρουσή τους επιχειρεί τη διευθέτηση της ψυχικής οικονομίας : την ικανοποίηση της αρχής της ευχαρίστησης χωρίς να θίγεται η λογοκρισία, δηλαδή η αρχή της πραγματικότητας του Εγώ του υποκειμένου. Ακόμα, όπως και στην ανάγνωση του ονείρου, μένουμε ευαίσθητοι στη συνεχή διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην εικονοποιία και στη ρηματοποίηση, χωρίς να παραμελούμε και τη σιωπή, το άρρητο και το απόν, γιατί όπως έχουν τονίσει ο A. Green (1969) και η Α. Ποταμιάνου (1984) η ασυνείδητη πραγματικότητα συχνά δηλώνεται στην τραγωδία με το κενό της παρουσίας της, με μία απουσία η οποία μας θέτει ερωτήματα.
Ακόμη από την τεχνική τής ανάλυσης δανειζόμαστε το γεγονός ότι ο αναλυόμενος έχει γνώση και αγνωσία, λόγω της δράσεως του απωθημένου και των μνημονικών ιχνών των βιωμάτων του τα οποία διεργάζεται και οργανώνει σε μια νέα αφήγηση, η οποία διέπεται από την μεταβιβαστική σχέση. Στην περίπτωση της τραγωδίας θεωρούμε ότι το ισοδύναμο της γνώσης και αγνωσίας του αναλυομένου είναι για τον συγγραφέα της τραγωδίας και για τον θεατή το σύνολο του μυθολογικού υλικού, το οποίο υπάρχει σχετικά με το θέμα της συγκεκριμένης τραγωδίας, και το ισοδύναμο της διεργασίας είναι η επιλογή, σύνδεση, ανασύνθεση, αποσιώπηση, νεοκατασκευή, ερμηνεία, με δύο λόγια, η αφήγηση της συγκεκριμένης τραγωδίας. Η μεταβιβαστική σχέση ορίζεται ως προς τον θεσμό της Αθηναϊκής δημοκρατίας, η οποία αποτελούσε για τον συγγραφέα και τον θεατή ταυτόχρονα μητρικό και πατρικό imago στο φαντασιωστικό επίπεδο αλλά και μητρική στηρίζουσα και πατρική ορίζουσα αρχή μέσα στην πραγματικότητα, σε βαθμό που, ίσως, σήμερα μάς είναι αδιανόητο να το αντιληφθούμε, μετά τα τόσα πλήγματα που έχει υποστεί ο θεσμός της πολιτείας.
Οι δύο γενεαλογίες του δύο φορές γεννημένου
Ας αναφέρουμε συνοπτικά το μυθολογικό υλικό σχετικά με τον Διόνυσο: ο Διόνυσος έχει δύο γενεαλογικές γραμμές ανάλογα με την Ησιόδεια και την Ορφική μυθολογία. Ως προς την Ησιόδεια είναι ο Διόνυσος Θηβαίος γιός του Διός και της θνητής Σεμέλης, κόρης του Κάδμου, βασιλιά των Θηβών. Ως προς την Ορφική είναι ο Διόνυσος Ζαγρεύς γιός του Διός και της Κερασφόρου Περσεφόνης, κόρης του Ολύμπου και της Ρέας. Στην τραγωδία ακολουθείται ως προς την προφανή ιστορία η Ησιόδειος εκδοχή, όμως, τα βασικά θέματα, και σίγουρα το θεαματικότερο που είναι η παιδοκτονία και ο διαμελισμός του παιδιού, προέρχονται από την άρρητη μέσα στην τραγωδία Ορφική γενεαλογία. Ηδη με αυτό το στοιχείο εισαγόμαστε σε μια γνώριμη για τους ψυχαναλυτές συνθήκη, όπου μια αποσιωποιημένη γενεαλογία έρχεται μέσα στη ζωή και μέσα στην ανάλυση ως το “ξένο” μέρος που γεννά συγκρούσεις, πράξεις, ψυχικά μορφώματα, ζητώντας την απαρτίωσή του. Ακολουθώντας αρχικά την Ησιόδεια μυθολογία αναφέρουμε: η Σεμέλη γοητευμένη από τον Δία και παραπλανημένη από την Ηρα που ζηλεύει την παράνομη κυοφορία του Διονύσου ζητά, κατά συμβουλή της Ηρας, από τον Δία να εμφανισθεί μπροστά της μ’ όλη του την μεγαλοπρέπεια. Ο Δίας αρνείται αλλά τελικά υποχωρεί : εμφανίζεται με τους κεραυνούς του, η Σεμέλη καίγεται από τη φωτιά και ο Δίας ανοίγοντας την κοιλιά της βγάζει το εξαμηνίτικο κύημα και το ράβει στον μηρό του μέχρι το τέλος της κύησης.
Το τέκνο γεννιέται και επειδή έχει δύο γένες, καλείται Διόνυσος. Ο Δίας το παραδίδει στον Ερμή, ο οποίος το εμπιστεύεται στο βασιλικό ζεύγος του Αθάμαντος και της Ινούς, αδελφής της Σεμέλης, με τη συμβουλή να το ντύσουν γυναικεία για να παραπλανήσουν την Ηρα. Εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά το θέμα της παρενδυσίας, το οποίο και ειδικότερα στην πορεία θα μελετήσουμε, ως στοιχείο που σχετίζεται με την διάσωση του υποκειμένου και όχι ως στοιχείο σχετιζόμενο, σε πρώτο χρόνο, με την ηδονή. Ο Διόνυσος διαλανθάνει της Ηρας αλλά η Ηρα εκδικείται το ζεύγος, προσθέτοντας στην διαδικασία τρία βασικά θέματα: την τιμωρία, την τρέλα και την παιδοκτονία από γονέα. Τρελός ο Αθάμαντας σπαράσει τον υιό του Λέαρχο, πανικόβλητη η Ινώ πνίγεται στη θάλασσα μαζί με το γιό της Μελικέρτη. Ο Ερμής μεταφέρει τον Διόνυσο στη Νίσσα και τον παραδίδει στις Νύμφες, ενώ τον μεταμορφώνει, πάντα για να αποφύγει την οργή της Ηρας, σε ερίφιο. Βλέπουμε ότι το θέμα των μεταμορφώσεων είναι από την αρχή της ζωής του Διονύσου εγγεγραμμένο ως σωτήριο, στην τελευταία περίπτωση προχωρώντας σε μια βαθύτερη παλινδρομική κίνηση` αν στην πρώτη η παρενδυσία οδηγεί στο άλλο φύλο, εδώ η παρενδυσία προχωρεί από την ανθρώπινη φύση στη φύση του ζώου.
Ο Διόνυσος μεγαλώνει και υφίσταται ο ίδιος την επιθετική δράση της Ηρας: τον τρελαίνει` τρελός και πλάνης πέραν του ελληνικού χώρου δέχεται την προστασία αρχέγονων παντοδυνάμων μητρικών θεοτήτων : της Ρέας, της Κυβέλης, της Θέτιδος. Ειδικότερα η Κυβέλη του προσφέρει την κάθαρση από την τρέλα και την μύηση. Η συσχέτιση εδώ με τις αρχαϊκές γυναικείες θεότητες ανάγει κατά τη γνώμη μας στο μοντέλο της “Γραίας”, ενθύμιο του οποίου είναι, ίσως, οι λευκοί πλόκαμοι (στιχ. 112 “στρέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων μαλλοίς”) με τους οποίους στόλιζαν τα μαλλιά τους οι ακόλουθες του Διονύσου.
Η αρχή της τραγωδίας μας δίνει ένα Διόνυσο καταξιωμένο στην Ασία θεό, ο οποίος επιστρέφει με τη συνοδεία του στην Ελλάδα και ο οποίος έχει αρκετές ιδιότητες που δείχνουν τη συμφιλίωση – αποδοχή που έχει επέλθει με τη μητριά του Ηρα, η οποία άλλωστε πάντοτε προσπαθεί να ιδιοποιηθεί τα νόθα παιδιά του ανδρός της. (Δες το διαφωτιστικό παράδειγμα του Ηρακλέους, της δόξας της Ηρας.) Με πετυχημένες ταυτίσεις, θα έλεγε κάποιος ψυχαναλυτής, έχει πλέον και αυτός την ιδιότητα να προκαλεί τρέλα, είτε με μέσον, όπως το κρασί, είτε με θαύμα, όπως με τον λόγο. Εχει εκπληκτικές καταστροφικές ιδιότητες με ιδιαίτερη έφεση στην παιδοκτονία από γονέα, τιμωρία που αποδεικνύει τη θεϊκή του ιδιότητα. Είναι ο θεός που προκαλεί τη έκ-σταση για να επανέλθουν τα πράγματα στην στάση και στην τάξη, θέση που κύρια αντιπροσωπεύει η μόνη νόμιμη σύζυγος του πατέρα του, η Ηρα. Θεραπευτής, γνωρίζει την περατότητα του ορθού Απολλώνειου λόγου, την ανάγκη τα εσωτερικά ρεύματα της ψυχής, τα πάθη, να ελευθερωθούν, γι’ αυτό και Ελευθέριος, γνωρίζει την ανάγκη της έκστασης που προφανώς θα γίνει με λανθασμένο βήμα, γι’ αυτό και Σφαλεώτας, γνωρίζει την αναγκαιότητα για λύση, γι’ αυτό και Λύσιος, λύση ορθή, γι’ αυτό και Ορθός.
Η Ηρα φαίνεται να έχει διευθετήσει τα θέματά της μαζί του, όμως ο Διόνυσος τα έχει διευθετήσει εντός του ή χρειάζεται την επανάληψη του τραυματικού για να πετύχει τον έλεγχό του; Ας ολοκληρώσουμε το τραυματικό ακολουθώντας την Ορφική μυθολογία.
Το μωρό Διόνυσος Ζαγρεύς για να γλυτώσει από τους Τιτάνες που στέλνει εναντίον του η Ηρα μεταμορφώνεται σε ζώο : λέων, τίγρις, ίππος, ταύρος, μεταμορφώσεις σε ζώα που θα συναντήσουμε στη συνέχεια και στην εξέλιξη της τραγωδίας. Όμως οι Τιτάνες, αρχαϊκές προ-ανθρώπινες υπάρξεις, τον θανατώνουν, τον τεμαχίζουν και τον τρώνε ωμό. Τα θέματα της παιδοκτονίας και του σπαραγμού εμπλουτίζονται εδώ και με το θέμα της ωμοφαγίας, που επίσης θα επαναληφθεί από τις Βάκχες. Η Αθηνά διασώζει την καρδιά του που την καταπίνει ο Δίας και γεννά από αυτήν, ύστερα από κυοφορία τον Διόνυσο. Ο Απόλλων συλλέγει τα υπόλοιπα μέλη και τα θάβει στους Δελφούς, κοντά στον τρίποδα της Πυθίας, ενώνοντας έτσι τις μαντικές ιδιότητες του ορθού Απολλώνειου λόγου με τις μαντικές ιδιότητες του παράλογου Διονυσιακού λόγου, παραδοχή που θα επαναβεβαιωθεί μέσα στο δράμα με την πρώτη αναγνώριση του Διονύσου ως θεού που θα γίνει από τον Τειρεσία, μάντη στην υπηρεσία του Απόλλωνος.
Ο Διόνυσος Ζαγρεύς θεωρείται ως η ύπατη αρχή του παντός από τους Ορφικούς γιατί συνδυάζει την αιθέρια πηγή της ζωής από τον Δία και την πηγή του κόσμου του ερέβους από την Περσεφόνη. Βασιλεύει στον Αδη – άρχων των ενορμήσεων θανάτου – ως υιός του Αδου ή άλλος Αδης, και στον Ολυμπο – άρχων των ενορμήσεων ζωής -ως πρωτότοκος Θεός. Συμβολίζει το καλό, ενώ οι Τιτάνες το κακό, προκαλεί δε την γέννηση του είδους των ανθρώπων ως μείγματος του καλού και του κακού, μια και οι άνθρωποι γεννήθηκαν από την τέφρα των Τιτάνων` έχουν λοιπόν μέσα τους το κακό που έρχεται από τους Τιτάνες και το καλό που έρχεται από τον Διόνυσο που οι Τιτάνες έφαγαν.
Ομως ποιό είναι το “κακό” που παιδεύει τον Διόνυσο; Ας πάμε στην αρχή της τραγωδίας, στη Θήβα.
Λοξή ανάγνωση της τραγωδίας
Εμφανιζόμενος στη Θήβα ο Διόνυσος διατυπώνει τέσσερα αιτήματα . Τα δύο είναι φανερά, συνειδητά: α) να αναγνωρισθεί ως θεός παις Διός (εγγραφή στην πατρική γενεαλογία, άρα στην κοινωνία), β) να πάρει εκδίκηση για τη μητέρα του Σεμέλη, που οι αδελφοί της και ο πατέρας της Κάδμος δεν πίστεψαν ότι ενώθηκε με τον Δία ( διευθέτηση της οικογενειακής δυναμικής). Τα άλλα δύο είναι, κατά τη γνώμη μου ασυνείδητα : το ένα είναι η επανάληψη του τραύματος του διαμελισμού και το άλλο , θα το αναφέρω στάγδην, στικτά στην ομοίγυρη των ψυχαναλυτών που θα το “ακούσουν” πριν το διατυπώσω.
Το πόσο ενεργές είναι το τραύμα μέσα στον Διόνυσο φαίνεται ίσως από τις πρώτες λεπτομέρειες (στιχ. 7 – 8) “ερείπια μητρός… Δίου πυρός ετι ζωσάν φλόγα”. βλέπει στα ερείπια του τάφου της μητρός του να είναι ακόμη ζωντανή η φλόγα του πατέρα του, πράγμα που αντιβαίνει στη ρεαλιστική πραγματικότητα – μιά και έχουν μεσολαβήσει πολλά χρόνια – και που τοποθετεί τις φλόγες αυτές στο εσωτερικό του. Την επιθυμία του για διεργασία – αποκατάσταση τη δηλώνει επίσης ευθύς αμέσως (στιχ. 11 αμπέλου… άβατον σηκόν μητρός) προσθέτοντας στον τάφο αυτό το ιερό του φυτό, την άμπελον, επαναλαμβάνοντας, ίσως, άλλα επί μαιταίω, την εμπειρία που τον έσωσε, αυτόν τον ίδιο, από τη φωτιά. Ο Διόνυσος δεν κάηκε από τη φωτιά του Δία γιατί τον τύλιξε και τον προστάτεψε κισσός. Τώρα αυτός φαντασιωσικά τυλίγει τη μάνα του, γλυκός προστάτης, προετοιμάζοντας, ίσως, μ’ αυτόν τον τρόπο και το αντίστροφο ζεύγος του Πενθέα και της Αγαύης, του γιού και της μάνας, που θα χαρακτηρισθεί από την καταδίωξη: αρχικά ο γιος προς τη μάνα, τελικά η μάνα προς τον γιο.
Αφού δηλώσει: α) την ιδιότητα του να βγάζει τα πράγματα από τα οργανωμένα όρια τους (η έξοδος από το Απολλώνειο στο Διονυσιακό) από την πόλη στη φύση, από τη λογική στη μανία, από το ανθρώπινο σχήμα στο ζωώδες, β) την σχέση του με τις παντοδύναμες αρχαϊκές θεές και γ) τη θέση του να μαθαίνει στους ανθρώπους κι όσα δεν θέλουν (στιχ. 39 δει γαρ πόλιν την δ’ εκμαθείν, κει’ μη θέλει), θα ορίσει τον διπλό του όμοιο (double) πάνω στον οποίο θα παιχθεί το δράμα της επανάληψης: είναι ο σχεδόν συνομήλικός του, στο τέλος της εφηβείας, πρώτος εξάδελφός του, ο Πενθέας, που το πένθος είναι γραμμένο στο όνομά του` αυτός βασιλεύει στη Θήβα, εξουσιοδοτημένος από τον μητρικό παππού τους Κάδμο και αυτός “θεομαχεί” (στιχ. 45) τον Διόνυσο. Μάταια ο πατρικός λόγος που του απευθύνεται από τον Κάδμο και τον Τειρεσία, μάταια ο κοινός λόγος του χορού, μάταια ο αποκαλυπτικός και θαυματοποιός λόγος του Διονύσου θα επιχειρήσουν να τον πείσουν να αποδεχθεί τη Βακχεία. Ο Πενθέας θα μείνει “κουφός”, σαν ένα τρομαγμένο Εγώ που μένει προσκολλημένο στις αντιστάσεις του, γιατί έχει μια ισχυρότατη ασυνείδητη εμμονή που το ελκύει: ο Πενθέας, παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις πως το Βακχικό όργιο είναι ένα όργιο παραγωγής παρθενογενετικής και βρεφοκομίας, επιμένει να το φαντάζεται ως ετεροφυλική σχέση μεταξύ ενηλίκων. Ο Πενθέας είναι καθηλωμένος στην πρωτόγονη σκηνή, την οποία θέλει να δει, στην οποία θέλει να μπει. Για να μπει χρειάζεται, όπως το δηλώνει ήδη από τον στιχ. 34 ο Διόνυσος “σκευή”, ενδυμασία που θα τον βάλει στο ρόλο. Ας συνοψίσω: ο Διόνυσος επιθυμεί να επαναλάβει το τραυματικό για να αποκαταστήσει τις μητέρες του: τη Σεμέλη, ως ερωμένη του Δία, την Ηρα ως νόμιμη σύζυγο. Γι’ αυτήν την τελευταία πρέπει ο διαμελισμός, που τόσο επιθύμησε, του Διονύσου να πραγματοποιηθεί` ο Διόνυσος ως το θύμα που ταυτίζεται με τον επιτιθέμενο θέλει να πραγματοποιήσει την επιθυμία της μητέρας του, αλλά στο φαντασιωσικό, χωρίς συνέπειες στο πραγματικό. Το παιδί που είναι στην πρωτόγονη σκηνή Σεμέλης – Δία πρέπει να πεθάνει. Ο Πενθέας είναι το παιδί που θέλει να μπει στην πρωτόγονη σκηνή. Από εκείνη τη στιγμή η μοίρα τους έχει ενωθεί. Ο Διόνυσος θα τον βάλει στην πρωτόγονη σκηνή, ο Πενθέας θα θυσιασθεί για χάρη του.
Θα τον βάλει ντυμένο γυναίκα. Πριν δούμε τους ειδικούς αυτούς στίχους, ας δούμε το θηλυκό στη συνάντηση των δύο νεαρών ανδρών. Ο Διόνυσος ο θηλύμορφος ξένος (στιχ. 353) έχει κεκαθαρμένες και απαρτιωμένες τις ενορμήσεις και τις φαντασιώσεις προς το θήλυ, επιτρέποντας στον εαυτό του να εισάγει στην ταυτότητά του αυτές τις ενδείξεις ταυτίσεων και επιθυμίων προς το θήλυ γένος, χωρίς να υφίσταται ψυχική σύγκρουση. Απόδειξη ίσως είναι το γεγονός ότι ο θηλύμορφος αυτός θεός δεν έχει σ’ όλη τη μυθολογία καμμία ομοφυλοφιλική σχέση, αλλά είναι αποκλειστικά ετερόφυλος. Ο Πενθέας αντίθετα έχει διπλή ομοφυλοφιλική έλξη, επειδή είναι καθηλωμένος στην πρωτόγονη σκηνή, την οποία δεν αντιλαμβάνεται και την οποία του επιτρέπει να “ομολογήσει” χωρίς να το αντιλαμβάνεται η παρουσία του Διονύσου : ομοφυλοφιλικά ως προς άρρεν ελκύεται από τον άνδρα, ομοφυλοφιλικά μέσα από το θηλυκό αυτού του άνδρα, ενώνεται ναρκισσιστικά με τη γυναίκα.
Πενθέας : Λοιπόν έχεις ωραίο σώμα ξένε
(στ. 453 – 459) σα για γυναίκες, και γι’ αυτές στις Θήβες ήρθες.
Η πλεξίδα σου είναι λυτή, όχι αθλητική
πάνω στο μάγουλο χυτή, γεμάτη πόθο`
λευκή επιδερμίδα έχεις και περιποιημένη,
όχι λιοκαμένη, στη σκια προφυλαγμένη`
την ερωτική έλξη με την ομορφιά κυνηγάς
Ο Διόνυσος θα ακούσει μέσα στα λόγια του Πενθέα την έλξη που του ασκεί το γυναικείο σώμα και την επιθυμία του γι’ αυτό: αυτό που δεν μπορώ να είμαι, μπορώ να το έχω` ο Πενθέας δεν μπορεί να γίνει θήλυ, μπορεί να έχει θηλύμορφη όψη. Ο Διόνυσος θα παρακάμψει τις αντιστάσεις γιατί θα ακολουθήσει το πλάγιο μονοπάτι της επιθυμίας και όχι την καταμέτωπο επίθεσή τους. Τον ντύνει γυναίκα: ο Πενθέας δεν έχει την ικανότητα να ζήσει την ιστορία “ως εάν” αλλά αφήνεται να την ζει ως πραγματικότητα (στιχ. 822 ες γυναίκας εξ ανδρός τελώ;). Ο Διόνυσος φέρνει στο προσκήνιο το ηδονικό και το καταστροφικό που έχει το τραύμα και που αυτός τώρα θα το απολαύσει, ενώ ο άλλος θα το υποστεί: (στιχ. 813 τι δ’ εις έρωτα τούδε πέπτωκας μέγαν; στιχ. 815 όμως δ’ ίδοις αν ηδέως α σοι πικρά; και πως μ’ ευχαρίστηση θα έβλεπες όσα σού είναι πικρά; στιχ. 912 -3 σε τον πρόθυμο ονθ’ α μη χρεών οράν σπεύδοντά τ’ ασπούδαστα (εσένα που πρόθυμος να δεις είσαι όσα δεν χρειάζεσαι και γυρεύεις τ’ αγύρευτα).
Ο Πενθέας όμως δεν μπορεί να σταματήσει` η ηδονή έχει αγγίξει πια το σώμα του` ντυμένος γυναίκα χορεύει χαρούμενος` ντυμένος γυναίκα βλέπει πια διπλά (στιχ. 918 – 9 και μην οράν μοι δύο μεν ηλίους δοκώ/ δισσάς δε Θήβας και πόλισμ’ επτάστομον` Αλήθεια μου φαίνεται διπλούς ήλιους πως βλέπω και Θήβες διπλές και την εφτάπυλη πόλη διπλή). Υστερική διπλωπία που τον ανοίγει στα δύο φύλα; Ο μηχανισμός της ψευδαίσθησης έχει αρχίσει να δίνει το προβάδισμα στην αρχή της ευχαρίστησης παρά στην αρχή της πραγματικότητας;
Θα οδηγηθεί στο βουνό από τον Διόνυσο με την εμμονή του να δει “των μαινάδων τις προστυχοδουλειές” (στιχ. 1062 ιδοιμ’ αν οθρώς μαινάδων αισχουργίαν). Τότε ο ξένος – Διόνυσος, σύμφωνα με τη διήγηση του Αγγελιαφόρου θα κάνει πράγματα θαυμαστά (στιχ. 1064 – 1074) “ένα κλαδί πανύψηλο ελάτου πήρε/ το κατέβασε και το ‘συρε πάνω στη γη τη μαύρη`/ το κλαδί σαν τόξο λύγισε ή τροχού καμπύλη/, που στον τόρνο ολοκληρώνει την περιφέρειά του τη γυροτρεχάμενη. Ετσι τ’ ορεινό κλαδί ο ξένος με τα δύο του χέρια παίρνοντας / το λύγισε ως τη γη, υπεράνθρωπο κάνοντας έργο./ Και τον Πενθέα αφού τοποθέτησε πάνω στο ελάτινο κλωνάρι / ορθό, το απόλυσε προς τα πάνω, ήρεμα, / προσέχοντας μη τον τινάξει. / Ορθιο το κλωνί στον ακίνητο αέρα στάθηκε / έχοντας απάνω του τον αφέντη βασιλιά καθιστό/.” Καθισμένο επάνω σ’ αυτόν τον τεράστιο φαλλό, προσθέτει ο αναλυτής, τον είδαν οι μαινάδες και τον κατασπάραξαν.
Ο χρόνος πιέζει και δεν θα προχωρήσω στα αυτονόητα. Το αίτημα του Διονύσου – Πενθέα να μπει στην πρωτόγονη σκηνή και να απολαύσει προς τη μεριά της μητέρας ομοφυλοφιλικές ναρκισσιστικές απολαύσεις σαν γυναίκα με γυναίκα έχει επανειλλημένως αναφερθεί στη βιβλιογραφία` ομοίως και η σχέση με την φαλλική μητέρα. Όμως κάτω από την βαιότητα και την τραγικότητα αυτής της σχέσης που την βλέπουμε στην ψυχοπαθολογία των παιδικών ψυχώσεων να επαναλαμβάνεται τόσο συχνά, έρπει η σχέση πατέρα – γιού, σχέση που μόνο στο υπαρξιακό της σκέλος μπορεί να μιληθεί. Αυτό που δεν έχει αναφερθεί, αυτό που δεν αναφέρεται ρητά, ούτε σ’ αυτή την τραγωδία, ούτε σε καμία άλλη, ούτε και στο σύνολο της ελληνικής μυθολογίας, αυτό που είναι το άρρητο επί του συνόλου του ελληνικού αρχαίου πολιτισμού, αλλά τόσο φανερό, είναι η ομοφυλοφιλική επιθυμία ανάμεσα στον πατέρα και στον γιο.
Αρρητο που η αθηναϊκή πολιτεία, η μόνη ίσως στην ιστορία της ανθρωπότητας που τόσο μέλησε για την αυτάρκεια αυτής και των μελών της, επέτρεπε να υπάρξει μέσω θεσμού, του θεσμού της παιδεραστίας. Θεσμός οριοθετημένος ως προς τον χρόνο : η σχέση έπρεπε να τελειώσει με την είσοδο του εφήβου στην ενήλικο ζωή, θεσμός μυητικός που πραγματοποιούσε την ικανοποίηση των σεξουαλικών φαντασιώσεων, μέσω ταυτίσεων και προς τα δύο φύλα, οδηγώντας τες στην μετουσίωση και στην απαρτίωση μέσα στην ταυτότητα του πολίτη. Με αυτό τον τρόπο, ίσως, έφερνε ξανά στο προσκήνιο, το τέλος, αυτό δηλαδή που είναι από την αρχή σκοπός της διαμόρφωσης του φύλου: η εγγραφή στην γενεαλογία, το υπαρξιακό αίτημα της ταυτότητας και της εγγραφής μέσα στον κόσμο και όχι η απόκτηση της ηδονής. Γιατί όπως το γνωρίζουν ακόμη και τα μωρά ηδονή μπορείς να έχεις (ως μερικό αντικείμενο με τη χρήση μερικών αντικειμένων) χωρίς να έχεις συνείδηση όχι μόνο του φύλου, αλλά και αυτής της ύπαρξής σου.
Βιβλιογραφία
- FREUD, S. (1907). Der Wahn und die Traume in W. Jensens “Gradiva”, trad. franc. Delires et reves dans la “Gradiva” de Jensen, Paris, Gallimard, 1949
- FREUD, S. (1908). Der Dichter und das phantasieren, trad. franc. Le createur litteraire et la fantaisie, in Freud, S. L’ inquietante etrangete et autres essais, Paris, Gallimard, 1985
- FREUD, S. (1910). Eine Kindheitserinnerung des Leonardo da Vinci, trad. franc. Un souvenir d’ enfance de Leonard de Vinci, Paris, Gallimard, 1927
- FREUD, S. (1912). Totem und Tabu trad. franc. Totem et tabou, Paris, Payot, 1947
- GREEN, A. (1969). Un oeil en trop, Paris, Minuit
- ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ, Α. Ψυχαναλυτική προσέγγιση της αρχαίας τραγωδίας, Νέα Εστία, 1984, Ετος ΝΗ΄, τόμος 116, τευχ. 1373