Γιώργος Χειμωνάς ή το ανθρώπινο όριο


Κανένας δεν ξέρει γιατί ο Τ κρύβει την αληθινή του φύση. Όμως κάτι αναφλύζει από την κρυφή ζωή του και σαν χρυσός ιδρώτας στραφταλίζει. Κανένας ποτέ δεν θα μάθει πώς είναι όταν είναι μονάχος και κανένας δεν μπορεί να έχει μιαν ευχή για τον Τ. Έχει μια αλαζονεία σκληρή σαν κάτοχος κάποιου πολύτιμου πράγματος.

Είναι νέος και σχεδόν έφηβος. Τον έχει κυριέψει η ψυχή του. Κατακρημνίστηκε από την τάξη των ανθρώπων και αποσχίσθηκε από τους ανθρώπους. Υπάρχουν ωρισμένοι άνθρωποι. Από τυραννική δεισιδαιμονία υπακούουν την αρχαία ανθρώπινη ψυχή. Που σαν άγριο μάτι από ξύλο. Ασυγκίνητο σαν τυφλό κοιτάζει από ανάμεσα στο βλέφαρο της αιτίας του κόσμου και στο βλέφαρο του αποτελέσματος των ανθρώπων. Ο,τι υπάρχει είναι αιτία και δεν υπάρχει ένα αποτέλεσμα δεν έχει τέλος.

Ο Γιώργος Χειμωνάς έχει γνώση της αρχαίας ανθρώπινης ψυχής, αυτής της κοσμογονικής, κοσμολογικής, συμπαντικής ψυχής, που αδιαφορεί για την μικροσκοπική κατασκευή του υποκειμένου, της ατομικής ταυτότητας, του Εγώ. Αυτούς τους μικρούς νάνους της Χιονάτης φιλοσοφίας μας από το πρώτο του κείμενο, και συστηματικά σ’ όλο του το έργο, θα τους διαλύσει, με μόνο μέσον τη δική του διάλυση. Γιατί μονάχα ο φόνος ελευθερώνει ολόκληρην τη ψυχή. Με το δικό μου θάνατο θα τον λύσω και θα τον ελευθερώσω. Έτσι θα συναντήσει τις μεγάλες κι ακανόνιστες πέτρες πνεύματος (που) αποτραβήχθηκαν κι απομονώθηκαν σκληρές σαν πέτρες έπαιξαν και οστράκωσαν δυσκίνητες και χαμένες σαν τους μετεωρίτες κι από την σφιχτή ζωή τους (των ανθρώπων). Από την καταχθόνιά τους ενέργεια τίποτα πια δεν φαίνεται και δεν εξωτερικεύεται. Παρά μονάχα ένα φως κι ελεημοσύνη, από φως. Έβγαζαν ένα φως σαν φωνή…

Με τη φωνή ο Γιώργος Χειμωνάς αναλαμβάνει το έργο του: σκάβει τον κόσμο… μια γυναίκα. Χειρονομεί κι ουρλιάζει και η φωνή της σα να έσκαβε τον κόσμο. Σκάβει ανελέητα τον κόσμο για να τον τελειώσει, για να τον απελευθερώσει. Είναι σαν ένας απεσταλμένος… Εγώ είμαι η αιτία και τους παρασύρω στο σημερινό τέλος κι επισύρω το τέλος τους. Η αιτία είναι γιατί γεννήθηκα μ’ ένα φυσικό σημάδι. Είναι ένα σημάδι εκγενετής που όταν παρουσιαστεί. Έχω το ανθρώπινο όριο. Όταν εμφανισθεί ο άνθρωπος που έχει το ανθρώπινο όριο τότε σήμανε το τέλος των ανθρώπων. Σα μια αγρύπνια στάζει μέσα μου η μοίρα των ανθρώπων κι ακριβώς μέσα μου τελειώνουν οι άνθρωποι. Συνορεύω.

Συνορεύει με τη σάρκα του, με τη μητέρα, με την αδερφή, με τον όμοιο, με τον ξένο, με την απουσία του πατέρα, με τους άλλους. Άλλος τρόπος εκτός από σας δεν υπήρχε για μένα. Γιατί η ζωή είναι οι άλλοι και η ζωή είναι όταν οι άλλοι σ’ ακουμπάν. Η σάρκα: ελαστική, όχι σκληρή, μια θηλυκιά σφιχτή σάρκα. Ο έρωτας: Η κάμαρα των μηρών κι οι μαρμάρινες κλειδώσεις οι τένοντες λυγερές βέργες και κοπάδια αίλουροι σκαρφαλώνουν, σκαρφαλώνουν. Το πρόσωπο βρεγμένο από τα φύκια βυζαίνω τον μακρύ σταλακτίτη την πελώρια κρεμαστή καρδιά ρουφώ το αίμα της το καταπίνω. Η μητέρα: με χάνδρες τα παιδιά γύρω από τον λαιμό της. Η αιμομεικτική αδερφή, η ερωμένη του αδερφού, η ζωοδότρα ζωτική δύναμη προς τον δειλό αδερφό, η φόνισσα του εν δυνάμει εραστή του αδερφού. Ο πατέρας: ο πατέρας ανασηκώθηκε κι αγωνιζόταν να τον δαγκώσει, γαύγιζε σαν εξαγριωμένο σκυλί και το κεφάλι του ήταν από σκύλο. Ο Bleimor, ο γέρος ομοφυλόφιλος πατέρας του Chain: Βleiz σημαίνει λύκος. Είμαι ο πατέρας…

Όμως, αυτή η έξοδος στο πλέγμα των γενεαλογικών και διαφυλικών σχέσεων είναι παραπλανητική. Δεν γίνεται για την αναζήτηση ερείσματος, αλλά αντίθετα για να καταστραφούν και αυτά. Μάταια η αδερφή θα προσπαθήσει να σκοτώσει τη μητέρα, σκοτώνοντας έτσι το αρχαϊκό της ανθρώπινης ύπαρξης. Μάταια η αδερφή θα σκοτώσει τον εραστή όμοιο – ομοφυλόφιλο – καθρέφτη του ναρκισσισμού του αδερφού για να αποτρέψει τη γνώση που το όμοιό του θα του έδινε. Μάταια η αδερφή θα ενώνεται με τον αδερφό – άνδρα – παιδί της για να του δώσει τη θηλυκή ζωτικότητά της. Όλα αυτά τα εγχειρήματα δεν είναι παρά προσπάθειες για να μοιρασθεί μέσα στη γενεαλογία και στη διφυλία η αρχέγονη αμφίφυλη ανιστόρητη υπόσταση του απεσταλμένου για να επεκταθεί το ανθρώπινο όριο συμπεριλαμβάνοντας όλα αυτά, και να τα καταργήσει, πηγαίνοντας ακόμα πιο πέρα. Πιο πέρα από τον ναρκισσισμό, που θα ενισχύσουν επιτιθέμενοι ο πατέρας και ο ξένος, αλλά και που αυτός θα καταπέσει μέσα από την ικανότητα του αφηγητή να μετατρέπει τον επιτιθέμενο σε δική του άλλη φωνή και δική του υπόσταση. Η ιστορικότητα της ετεροφυλίας και η ανιστορικότητα της ναρκισσικής ομοφυλοφιλίας εκπίπτουν, προωθώντας το ανθρώπινο όριο στο φυσικό άκρο του αυτοερωτισμού και στο συμβολικό άκρο της ιστορίας: στον πανερωτισμό και στην ιστορία της ιστορίας.

Έτσι γίνεται ο κόσμος ασημένιο καΐκι, η θάλασσα ήσυχη σαν κισσός, η χλόη πλατύ ζώο αποκρουστικό πράσινο σαλάχι κυμάτιζε αργά, μέσα στο πρωί όλο το φωτεινό και ζεστό πρωί, καίγαν μια σιωπή. Μια μέρα σαν να τεντώθηκαν οι τοίχοι, κι ένα όνομα σα μικρό συντριβάνι τινάχθηκε πίσω από τις βασιλικές : Εδώ ακριβώς συνέβησαν δύο ανθρώπινα συναισθήματα. Αίματα πεύκα, σαν ζώα του ορίζοντα, είχαν βγει όρθια κόκκαλα από τη ράχη του σαν κουβάρι σκελετός καμπούρας και σαν μια καρέκλα από κόκκαλα και κατάλαβε πόσο θα υπέφερε και θα πονούσε απ’ αυτό το πράγμα σα μια καρέκλα από χονδρά και ζωντανά κόκκαλα στις άκρες του ένα χρυσό λαμπύριζε και κόκκινο μεδούλι.

Μέσα σ’ αυτή την απόλυτη ερωτικοποίηση του κόσμου με τις ορμές της ζωής και του θανάτου, αυτός ο νους που νικά τους σκέπτεται, σπάζοντας τα τελευταία γραμματικά και συντακτικά φράγματα του λόγου, υποσκάπτοντας τον χρόνο μια στιγμή να σκάψουμε με λόγια αυτή τη στιγμή να τη σκάψουμε από μέσα με λόγια, ορίζει τη διαδικασία η τελετή είναι νόημα και το ηθικό χρέος του ανθρώπου: ότι αξίζει στον άνθρωπο είναι να έχει πει μια ιστορία συνταρακτική, υπάρχει ένας χρέος στον άνθρωπο αυτό είναι να πει μια συνταρακτική κι από ηθικό χρέος θα σας πω…

Ποια είναι η συνταρακτική ιστορία του Γιώργου Χειμωνά; Νομίζω πως είναι η κατάκρυψη. Αυτός που τόσο εξωμολογήθηκε, που τόσο άδειασε στον κόσμο, για να γίνει κόσμος, το πολύτιμο το έθαψε μέσα στην απορία και στην αφασία: όταν κοιτάζω τους ανθρώπους είναι σαν αγάλματα κι ο κόσμος είναι μια αρχαία πολιτεία ερείπια στο δάσος χαμένη κι έρημη, όμορφη σαν όνειρο κι έχει πεθάνει χιλιάδες χρόνια κι οι άνθρωποι είναι αγάλματα, οι άνθρωποι πέθαναν πριν χιλιάδες χρόνια, διατηρούν την ομορφιά τους πώς διατηρείται τόση ομορφιά; Η ομορφιά το απόλυτο όριο του ανθρωπίνου ορίου, το πιο σπουδαίο γεγονός στην πρόστυχη ζωή σας. Τώρα αυτός με λυπημένα μάτια σε άλλα οδηγεί και σιωπά. Όπως είχε ζήσει έξω από τη ζωή των ανθρώπων έτσι θα ζούσε κι έξω από τον θάνατό τους. Σαν ένα χρύσισμα σταχυού φαινόταν και χανόταν… Η γη που έβγαζε ένα φως κι Εγώ ο γύφτος που τον έβλεπε με θαυμασμό.