Ελεγεία της λαγνείας


Η λαγνεία είναι η καλλιέργεια της ηδονής. Γράφω επίτηδες τη λέξη «καλλιέργεια» για να την ανοίξω στο ευρύτερο δυνατό φάσμα της, από την καλλιέργεια της φύσης μέχρι την παιδεία, τον πολιτισμό. Όπως κάθε καλλιέργεια έτσι και αυτή απαιτεί συστηματικότητα και συνεχή θεωρητικοποίηση της πρακτικής. Δεν γίνεται λάγνος όποιος το επιθυμεί σε μια στιγμή, για μια στιγμή. Λάγνος γίνεται αυτός που η ψυχική του οργάνωση και η πολιτισμική του προσωπικότητα δημιουργούν την ανάγκη άσκησης της ηδονής ως τέχνης. Σε αντίθεση με ότι διαδίδεται, για να σκιασθεί η προσωπικότητα του ηδονιστή, αυτός δεν έχει καμμία σχέση με τα παρορμητικά και πρωτόγονα άτομα που αναζητούν την σεξουαλική πράξη ως άτεχνη εκτόνωση. Το άτομα αυτά είναι δούλοι, υποχείρια της διέγερσής τους, ζώα. Ο ηδονιστής αντίθετα επιθυμεί την κόρωσή του, αλλά συγχρόνως και τον έλεγχό της. Το στοίχημα που βάζει με τον εαυτό του είναι πως ενώ θα επιχειρεί –βελτιώνοντας τις συνθήκες της σεξουαλικής πράξης- να πετυχαίνει υψηλότατες εντάσεις σωματικής και ψυχικής αποχαλίνωσης που θα τον βγάζουν έξω από τον εαυτό του, συγχρόνως θα καταφέρνει να παραμένει κύριος της κατάστασης και του εαυτού του. Ο λάγνος είναι συγχρόνως ηθοποιός αλλά και σκηνοθέτης του δράματός του, υποκείμενο και αντικείμενο της επιθυμίας του, δούλος αλλά και κύριος της ηδονής.

Ο ηδονιστής είναι το συμμετρικό αντίθετο του ασκητή. Και οι δυο εκκινούν από την ερωτική φαντασίωση και τη διέγερση του σώματοςֹ ο ασκητής παθητικά θεωρεί ότι του προκύπτει η φαντασίωση και η διέγερση «εκ του πονηρού», ο λάγνος ενεργητικά, αναγνωρίζει το σώμα του και το πνεύμα του ως δαιμονικά, ο ασκητής ενεργητικά ανθίσταται στη διέγερση προκαλώντας μια πνευματική διέγερση προσευχής ή υμνολογίας αλλά και μια σωματική διέγερση προσανατολισμένη στον πόνο ή στη στέρηση. Ο λάγνος ενεργητικά καλλιεργεί τη διέγερση ενισχύοντας με τη φαντασία και τη σκηνοθεσία «καταστάσεων» όσον το δυνατόν πλουσιότερες σωματικές εμπειρίες που συχνά κι αυτές όπως στον ασκητή αγγίζουν ή χρησιμοποιούν τον πόνο, εδώ όχι ως όριο, αλλά ως πολλαπλασιαστή της απόλαυσης. Ασκητής και λάγνος ελπίζουν ότι θα εξέλθουν νικητές της δοκιμασίας και θα επικυρώσουν το ότι ανήκουν σε μια ιδιαίτερη ομάδα. Ο ασκητής στην ομάδα που εμπεριέχει το θείο –γι’ αυτό και νικά το ζωώδες. Ο ηδονιστής στην ομάδα όπου κυριαρχεί το ανθρώπινο επί του ζωώδους. Και οι δύο τείνουν προς μια εξιδανίκευση όπου ο λόγος (θείος ή ανθρώπινος) κυριαρχεί επί της ζωώδους ορμής και της ενστικτώδους φύσης.

Λαγνεία και άσκηση είναι υπαρξιακές εμπειρίες για το άτομο και μετα-φυσικές, με την έννοια της υποταγής της φύσης σ’ έναν άλλο, μετά τη φύση, «λόγο». Λαγνεία και άσκηση ως συμμετρικά αντίθετα μπορεί να ασκούνται διαδοχικά από το ίδιο άτομο σε διάφορες περιόδους της ζωής του ή να διαδέχονται η μία την άλλη, συχνότερα η άσκηση-αποχή την περίοδο λαγνείας-αποχαλίνωσης. Η καλλιέργεια της ηδονής μπορεί να θεωρείται ως θρησκευτική άσκηση σε κάποιους πολιτισμούς και θρησκείες αλλά αποτελεί την κατ’ εξοχήν επικυριαρχία του ανθρώπινου, έστω και σαν χίμαιρα, πάνω στην φύση και στον θάνατο. Γιατί αν δεν υπάρχει θεός, υπάρχει θάνατος! Κι ο άνθρωπος, ένας παλιάτσος που ακροβατεί, κυρίαρχος, εμπλέκοντας και εμπαίζοντας τη ζωή στην υπηρεσία του θανάτου (η άνοδος και η πτώσις της διέγερσης), χρησιμοποιώντας με το νου (του) μετα-φυσικά το σώμα (του), τη φύση, μια και ο μόνος μέσα σε όλα τα είδη απαγκιστρώνει την ηδονή από το ένστικτο της αναπαραγωγής.

Ο Χριστιανισμός -που ως σύστημα δεν προβλέπει παρά την ψυχική ηδονή- αντιτάχθηκε στην λαγνεία. Η σαρκική ερωτική απόλαυση δεν υπόκειται στο εννοιολογικό-ηθικό του πλαίσιο αφού και η ίδια η σύλληψη του Σωτήρος γίνεται χωρίς τη συμμετοχή του σώματος. Όμως, για τον Κύριο, τουλάχιστον, η λαγνεία και η πορνεία δεν είναι τόσο ισχυρά αμαρτήματα όπως είναι η κατάχρηση πλούτου και εξουσίας. Επίσης, τον πρώτο καιρό μετά τον Ιησού τα ηθικά θέματα περί λαγνείας δεν θεσμοθετούνται ως κοινωνικός κώδικας από τους πρώτους Χριστιανούς μια και αυτοί ανέμεναν μια σύντομη Δεύτερη Παρουσία και την οριστική βασιλεία του Θεού. Μόνο με την οργάνωση του Χριστιανισμού ως πολιτικής δύναμης, μέσα σ’ ένα πεδίο δυναμικής αντιπαράθεσης με τους εθνικούς, άρχισε η θεσμοθέτηση κανόνων που διαφοροποιούσαν τα μέλη των δύο ομάδων. Έτσι, αναφορικά με την ηδονή, οι πολλοί εθνικοί (όπως σε κάθε εποχή «οι πολλοί») είναι ηδονολάτρες, κάποιοι άλλοι λίγοι εθνικοί, φιλοσοφούντες χρησιμοποιούν και την εμπειρία της λαγνείας ως εμπειρία ζωής και έκ-στασης ενώ οι Χριστιανοί για να διαχωριστούν γίνονται ηδονοφοβικοί και εξορίζουν την λαγνεία ακόμη και από το συζυγικό ζεύγος.

Φυσικά μια τέτοια στάση είναι απάνθρωπη και ως τέτοια εκπίπτει από μόνη της. Δεν αποτελεί παρά την προβολή στον κοινωνικό χώρο ισχυρών νευρωτικών μηχανισμών υπερεγωτικής προέλευσης και ενοχοποιητικής διάθεσης που οργανώνουν μόνον τον επίσημο άρα και πλαστό λόγο περί κοινωνίας. Κατά συνέπεια σε κάθε κοινωνία και κάτω από οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς οργανώθηκαν και οργανώνονται οι συμπληρωματικοί τρόποι και χώροι απόλαυσης της ηδονής, περισσότερο ή λιγότερο στην περιφέρεια του δημόσιου χώρου και λόγου, για τους ευκαιριακούς ή τους χρόνιους χρήστες. Διαχωρίζω σαφώς την άσκηση της λαγνείας ως μία συνθήκη στην οποία μπαίνουν άτομα με ικανότητα να την απολαύσουν αλλά και να εξέλθουν από αυτήν (όπως το μπορούν και με άλλες περισσότερο ή λιγότερο μετουσιωμένες δραστηριότητες, όπως η επαγγελματική, κοινωνική, καλλιτεχνική, επιστημονική, οικογενειακή πρακτική) από τη βασανιστική προσκόλληση σ’ αυτήν ως αποκλειστική εμμονή κάποιου ατόμου. Η τελευταία συνθήκη ανήκει στην ψυχοπαθολογία και όποιες και αν είναι οι υποκείμενες ψυχικές αδυναμίες (άγχος ευνουχισμού, έλλειψη διαμόρφωσης του φύλου, πανσεξουαλισμός, διαστροφή) ουσιαστικά εμπίπτει στις παθολογίες της εξάρτησης (με την ηδονή στη θέση της εξαρτησιογόνους ουσίας) και μας προσανατολίζει προς σαφείς και σοβαρές ναρκισσικές διαταραχές της προσωπικότητας.

Αν μείνουμε όμως στο πλαίσιο της λαγνείας ως μια από τις δυνατές υπαρξιακές εμπειρίες θα παρατηρήσουμε ότι κάθε φορά που ο πολιτισμός κινήθηκε προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης της αξίας του ατόμου και της υποκειμενικότητας, υιοθέτησε την ελευθεριότητα σκέψεων και ερωτικών πράξεων για την προώθηση της εξερεύνησης του εαυτού και του άλλου. Γιατί ο τρόπος που κάνω έρωτα είναι ο τρόπος του Είναι μου, γιατί ο τρόπος που φέρομαι στον άλλο κατά την Πράξη, είναι η θεώρησή μου για τον άνθρωπο και το πράγμα.

Κατά την ανάδυση του επιστημονικού λόγου και της έννοιας της δημοκρατίας και του πολίτη, εμφανίσθηκαν στον ευρωπαϊκό ορίζοντα, τρεις μορφές που έχουν ως κοινό σημείο την αναζήτηση της ηδονής, αλλά που έχουν βαθύτερους και ουσιαστικότερους στόχους, σταθμούς στην πορεία του ευρωπαϊκού πνεύματος.

Ο Δον Ζουάν του Μολιέρου, μέγας σαγηνευτής και πλάνος, εισάγει στη μυητική λαγνεία αλλά ουσιαστικά η πρακτική του είναι μια πρόκληση προς τον Κυβερνήτη, για να επέμβει και κατακεραυνώνοντας τον να αποδείξει την ύπαρξή του, ή να αποσυρθεί και να αφήσει τη θέση του στον επιστημονικό λόγο. Οι ήρωες του Σαντ θέλουν με τη βίαιη και διαστροφική συμπεριφορά τους να δείξουν την έλλειψη του θεού και την ηδονική απόλαυση που έχει η κατάχρηση της εξουσίας. Καταγγέλλουν την υποταγή του ανθρώπινου στο ζωώδες, αν το ανθρώπινο δεν διερευνά με όρους απόλυτης ανεξαρτησίας και ισονομίας της δυνατότητες του νου του και του σώματος του. Ο Καζανόβας, συγγραφέας και ήρωας ο ίδιος της ζωής του και του έργου του, ίσως είναι ο χρησιμότερος για τις μέρες μας ήρωας. Κοσμοπολίτης, πολύγλωσσος, πολυμήχανος, είναι ο απόλυτα ευρωπαίος πολίτης χωρίς ποτέ να χάνει τη βενετσιάνικη καταγωγή του. Αγαπά τη ζωή και δεν αντιμετωπίζει την ηδονή παρά σαν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες συνιστώσες της που την αναζητά συστηματικά, όπως και τη γνώση και την άσκηση εξουσίας.

Η λαγνεία έρχεται ως υπαρξιακή εμπειρία στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής σκέψης, ποτισμένη από το σύνθημα της Αναγέννησης «Serio ludere» (παίξτε σοβαρά). Αντιτίθεται σε κάθε προσπάθεια ομογενοποίησης και αλλοτρίωσης στην οποία ωθεί το σύγχρονο άτομο ο πολιτισμός της κατανάλωσης, της ναρκισσικής απόλαυσης και της αυτοϊκανοποίησης. Όμως σίγουρα ως λόγος και ως πρακτική υπαρξιακή και φιλοσοφική υποχωρεί από την δημόσια ζωή. Γι’ αυτό και ο τίτλος του κειμένου: «ελεγεία» σαν ύμνος αλλά και σαν θρήνος για μια κατ’ εξοχήν ανθρώπινη τέχνη που χάνεται.