Από τη θέση του νεκρού: στοιχεία ψυχοβιογραφίας για τον Vincent Van Gogh


Ο Vincent Van Gogh στα 37 χρόνια της σύντομης ζωής του (1853-1890) και στα μόλις 9 χρόνια της ζωγραφικής του δραστηριότητας (1881-1890) πραγματοποίησε ένα ξεχωριστό έργο που έχει την διπλή ιδιότητα να τοποθετείται συγχρόνως και στην περιφέρεια αλλά και στο κέντρο της εξέλιξης της ζωγραφικής: α) έκκεντρο, σχεδόν εκκεντρικό λόγω της ιδιοτυπίας του, της πρωτοτυπίας του, της μοναδικότητας του, της αποτυχίας που έχει κάθε προσπάθεια απομίμησής του β) κεντρικό γιατί με την ταυτόχρονη αλλαγή στη χρήση του χρώματος ως αίσθηση αλλά και ως ύλη, της φόρμας ως ιδέα αλλά και ως πράγμα, του πλάνου ως θέαση του κόσμου αλλά και ως θεώρηση του νου, οδηγεί, μαζί με το έργο του Cezanne, την εξέλιξη της ζωγραφικής στον μοντερνισμό. Το έργο είναι διφυές γιατί διφυής ήταν και ο ίδιος ο δημιουργός του. Ένα τμήμα της προσωπικότητας του ήταν κεντρικά και με στοιχεία ιδιοφυΐας προσηλωμένο στα ζητήματα του κόσμου: θεολογικά (απόπειρα σπουδών θεολογίας και δράσης ως ιεροκήρυκας), κοινωνικά (δράση για τους φτωχούς ανθρακωρύχους και σοσιαλιστικές απόψεις), καλλιτεχνικά (συνδιαλλαγή με τους καλλιτέχνες της εποχής του, θεωρητική και πρακτική επεξεργασία των νέων προσεγγίσεων). Ένα άλλο ήταν φυγόκεντρο προς δρόμους απολύτως προσωπικούς όπως η μεταφυσική, η ηθική, η ασκητική (απόλυτη πενία και εξάντληση εαυτού παράγοντας έργα και κείμενα-γράμματα), η ουτοπία (με το όραμα της δημιουργίας της καλλιτεχνικής κοινότητας-αδελφότητας), η τρέλα.

Για την τρέλα του Vincent Van Gogh πολλά έχουν γραφθεί. Αποτελεί πρόκληση για τη διερεύνηση των σχέσεων δημιουργίας, ιδιοφυΐας και ψυχασθένειας. Έρευνες στον αγγλοσαξονικό χώρο1 που συσχετίζουν τη δημιουργικότητα και την ψυχική διαταραχή –χωρίς να μπορούν να προτείνουν μια τελεολογική σχέση- καταδεικνύουν την πολύ μεγαλύτερη αναλογία στην εμφάνιση ψυχικών παθήσεων και ιδιαίτερα μανιοκαταθλιπτικών διαταραχών στο χώρο των δημιουργών (ποιητών, λογοτεχνών, εικαστικών, μουσικών) από ότι τον ευρύτερο πληθυσμό. Την πρώτη θέση στις αυτοκτονίες κατέχουν οι «πρίγκιπες» ποιητές. Αντίστοιχες έρευνες στους ανθρώπους που εμφανίζουν διαταραχές συναισθήματος καταδεικνύουν σ’ αυτούς μεγαλύτερη δημιουργικότητα από ότι στους άλλους ανθρώπους.

Ειδικότερα η μανιοκατάθλιψη σχετίζεται με τη δημιουργικότητα ως εξής: Η δημιουργία πραγματοποιείται κατά φάσεις: εντονότατη κατά τις υπομανιακές, αναστέλλεται κατά τις καταθλιπτικές και αποδιοργανώνεται από την υπερβολή κατά τις μανιακές. Η δημιουργικότητα εκφράζεται κυρίως στο λόγο, τόσο στα προσωδιακά στοιχεία (συνηχήσεις, παρηχήσεις, μουσικότητα) όσο και στα εννοιολογικά (συνώνυμα, νεολογισμοί, ιδιωματισμοί, συνειρμοί). Η γλωσσική αυτή υπερλογική διάνοιξη των κωδίκων εκφράζει την αντίστοιχη νοητική δράση στο επίπεδο του συμβολισμού που στους εικαστικούς καλλιτέχνες εκδηλώνεται κυρίως με την νεωτερική χρήση της φόρμας, του χρώματος και γενικότερα των απεικονιστικών δυνατοτήτων.

Οι πολυάριθμες μεταθανάτιες ψυχιατρικές διαγνώσεις που έχουν διατυπωθεί για τον Vincent Van Gogh έχουν ως κοινό τόπο την μανιοκαταθλιπτική ψύχωση και την επιληψία ενώ ορισμένοι προσθέτουν την εγκεφαλοπάθεια από κατάχρηση ουσιών, την πορφυρία, τη νόσο του Μενιέρ και κάποιοι και τη σχιζοφρένεια. Αν και η τελευταία, κατά τη γνώμη μας, δεν ευσταθεί γιατί ο Vincent Van Gogh ουδέποτε παρουσίασε φαινόμενα αποπροσωποποίησης, θα συμφωνούσαμε ότι η ψυχική του διαταραχή σταδιακά οργανώθηκε προς την ανάπτυξη παραληρηματικών επεισοδίων καταδίωξης με διάκενα μελαγχολίας. Οι κλινικοί ψυχίατροι γνωρίζουν καλά την υπερδιαύγεια σκέψεως που συχνά έχουν οι μελαγχολικοί σκεπτόμενοι τον κόσμο και ο Vincent Van Gogh ίσως χάρη σ’ αυτή του την ιδιότητα κατάφερνε να διατηρεί ανέπαφη την σκέψη του και την τέχνη του, στα διαστήματα έξω από τις κρίσεις.

Οι ψυχιατρικές διαγνώσεις είναι φαινομενολογικές αποτυπώσεις της συμπεριφοράς και της διαταραχής κάποιου. Δεν δηλώνουν τις πιθανές ειδικές αιτίες που οδήγησαν το συγκεκριμένο άτομο στην τρέλα. Η ψυχαναλυτική μας προσέγγιση, που δεν αποκλείει την ύπαρξη κάποιου οργανικού-ιδιοσυγκρασιακού παράγοντα, θα επιχειρήσει συνοπτικά να δείξει έναν ψυχογενή τραυματικό παράγοντα που ίσως πυροδότησε την ευαίσθητη φύση του, και είχε άμεσες συνέπειες για την οργάνωση της προσωπικότητας του, της νόσου του και της τέχνης του.

Το μείζον τραυματικό γεγονός προηγείται της ύπαρξής του αλλά την σημαδεύει ανεξίτηλα. Ένα χρόνο ακριβώς πριν τη γέννησή του, την ίδια ακριβώς ημέρα, η μητέρα του γεννά το πρωτότοκο παιδί της που ονομάζεται Vincent και που πεθαίνει ευθύς αμέσως. Ο δευτερότοκος, αλλά πρώτος εν ζωή Vincent Van Gogh, παίρνει το όνομα του νεκρού αδελφού και μαζί το βάρος ότι πρόκειται για ένα παιδί «αντικατάστασης», ένα παιδί για το οποίο δεν δημιουργήθηκε μια θέση μέσα στο οικογενειακό σύστημα για αυτό το ίδιο, αλλά που πλήρωσε τη θέση του νεκρού. Μας είναι εύκολο να φαντασθούμε τη μητέρα του βυθισμένη μέσα στο πένθος και στην αγωνία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης του Vincent Van Gogh, μια καταθλιπτική μητέρα, μια «νεκρή» συναισθηματικά μητέρα, την οποία δεν γνωρίζουμε πόσο κατάφερε να αναστήσει ψυχικά ο μικρός Vincent. Το σίγουρο είναι πως η μεταξύ τους σχέση δεν βρήκε ποτέ την απαραίτητη απόσταση και ισορροπία που θα λειτουργούσε ως πρότυπο πάνω στο οποίο ο Vincent Van Gogh θα έστηνε και τις κατοπινές σχέσεις του με τους ανθρώπους. Έτσι δημιούργησε μια ιδιαίτερη ευαισθησία προς τις δεσμευμένες γυναίκες της ευρύτερης οικογένειάς του (σαν υποκατάστατα της μητέρας και των, περισσότερο συγχωνευτικών, παρά αιμομικτικών του φαντασιώσεων), προς τις τυραννισμένες γυναίκες (με αποκορύφωμα τη σχέση και την επιθυμία γάμου με την έγκυο πόρνη, που όμως εγκαταλείπει λίγο μετά τη γέννα, λες και μια μητέρα δεν μπορεί να «μοιρασθεί» στα δύο!), σχέση που χαρακτηρίζεται από το μονομερές πάθος, την απόρριψη και τον ψυχικό του κλονισμό2. Απέναντι σ’ αυτή την αδυναμία για τη δημιουργία σχέσεων με την πραγματική μητέρα-γυναίκα, ο Vincent Van Gogh προχωρεί σε εξιδανίκευση και συμβολοποίησή της: αυτή γίνεται σταδιακά η θεολογία και η κοινωνία μέχρι που θα καταρριφθούν και θα δώσουν τη θέση τους στις τελικές και ουσιαστικές λύσεις που είναι η ζωγραφική και η φύση. Σωστά ο ψυχαναλυτής Daniel E.Schneider3 θεωρεί ότι ο Vincent Van Gogh βλέπει τη φύση ως Μητέρα και μάλιστα ως τη γυμνή Μητέρα που μπορεί επιτέλους να δει και να ζωντανέψει με τη δύναμη του χρώματός του και θα προσθέταμε την υλικότητα της πάστας του χρωστήρα του. Όμως, πηγαίνοντας πιο πέρα τις υποθέσεις του, θα λέγαμε ότι ο Vincent Van Gogh κοιτάζοντας τη φύση, κοιτάζοντας τη μητέρα καθρεφτίζεται μέσα σ’ αυτήν και επιχειρεί να ανακαλύψει αν όχι ποιος είναι, τουλάχιστον να το απεικονίσει. Τα έργα του είναι απεικόνιση του σώματός του και του Είναι του και όχι απεικονίσεις τόπων και πραγμάτων. Αναφέρω ενδεικτικά ως πορεία προς την εξαΰλωση τους καταθλιπτικούς σχεδόν μελανόμορφους Πατατοφάγους (1895) την θριαμβευτική Έναστρη νύχτα (1889) και τον τραγικό τελευταίο πίνακα Κοράκια στα χωράφια (1890). Εδώ τη φωτεινή ξανθοκόκκινη γη (όπως και τα μαλλιά και τα γένια του Vincent) έρχεται να σκεπάσει ο απειλητικός κυανόμαυρος ουρανός με τα κοράκια του θανάτου. Ανάμεσα στα σκέλη του χωραφιού – μητέρα – γη διακρίνει κανείς έναν θύλακα. Εκεί ίσως ζητούσε ο Vincent Van Gogh να περισωθεί: Σ’ έναν τέτοιο αυτοκτόνησε.

Αυτό έγινε όταν κατέρρευσε η βασική άμυνα της ζωής του, ο «όμοιος» (double). Ο Vincent Van Gogh μη έχοντας οργανώσει τη σχέση με τη μητέρα δεν μπορούσε να οργανώσει και καμία ικανοποιητική σχέση με τον πατέρα (μια και γι’ αυτή τη σχέση διαμεσολαβητής είναι η μητέρα). Έτσι όλες οι σχέσεις με τις πατρικές μορφές (πατέρας, δάσκαλοι, πανεπιστημιακοί, κοινωνικοί θεσμοί) ύστερα από την πρώτη φάση εξιδανίκευσης και υποταγής εκ μέρους του Vincent Van Gogh διαρρυγνύονταν οριστικά. Οι πατρικές μορφές ήταν εξαιρετικά αυστηρές, Υπερεγωτικές, συνθλίβουσες την χαρά της ζωής. Δες τον σχετικό πίνακα Ανοιχτή Βίβλος, σβησμένο κερί και μυθιστόρημα (1885), όπου η Βίβλος (ο πατέρας του ήταν πρεσβύτερος) κυριαρχεί της επιλογής του Vincent Van Gogh (το μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά, «Η χαρά του να ζεις»). Η μόνη λύση για να μην ζει την απόλυτη μοναξιά ήταν η πλασματική και φαντασιωσική δημιουργία του «ομοίου». Τη σχέση αυτή συντηρούσε από απόσταση αποστέλλοντας γράμματα και πίνακες, από τη θέση του «απόντος» σωματικά, του επίμονου νεκρού, που σώμα του είναι τα υποκατάστατά του, τα εικαστικά έργα του και οι σκέψεις του. Γιατί κάθε φορά που επιχειρούσε να μπει στη θέση του ζωντανού, του δρώντος, μη μπορώντας να βρει την απόσταση από τους ανθρώπους, επιθυμούσε τη βίαιη ψυχική συγχώνευση, την απόλυτη εξομοίωση και εισέπραττε την οριστική, βίαιη απόρριψη. Δες την τραγική κατάληξη της σχέσης με τον Gauguin όταν αυτός του κατέρριψε το όραμα της αδελφότητας. Την ψευδαίσθηση όμως του «ομοίου» την συντήρησε ο κατά τέσσερα χρόνια μικρότερος αδελφός του Teο, ο οποίος σε μία αντιστροφή έγινε ο «μεγαλύτερος», ένα είδος «συγχωνευμένων γονέων», που τον φρόντιζαν, που επιθυμούσαν να ζήσει και πίστευαν στην ιδιοφυΐα του. Αυτό ίσχυε μέχρι που τα πράγματα παρέμεναν συμβολικά και φαντασιωσικά. Όταν ο Teο έγινε πραγματικά πατέρας και απέκτησε τον μικρό Vincent (όνομα που του έδωσε ο ίδιος ο Vincent Van Gogh) και ο ζωγράφος άρχισε να αποκτά «υπόσταση», πάντοτε από την περιφέρεια, συμμετέχοντας στις εκθέσεις των πρωτοπόρων ζωγράφων, το ουσιαστικό δίλημμα της ζωής ξανά τέθηκε: να αφήσει τη θέση του στον νέο Vincent και αυτός ως ενήλικας άνδρας να μπει στον χώρο των πρωτοπόρων ζωγράφων και της αγοράς! Όμως η αρρώστια και το φορτίο του νεκρού δεν επέτρεψαν το πέρασμα στη ζωή. Ο από πάντα νεκρός Vincent έφυγε στην «περιφέρεια» αφήνοντας στο κέντρο αυτό που πάντα πραγματικά τον εμπεριείχε και θα τον ταξιδεύει στους αιώνες, το έργο του.

  1. Kay Refield Jamison, Manic-depressive illness and creativity, Scientific American, Feb 95, Vol. 272 Issue 2, p 62, 6p.
  2. Derek Fell, Van Gogh’s Women: His love affairs and Journey into Madness, Carrol and Graf, 2004.
  3. Daniel E.Schneider, The psychic victory of talent: A psychoanalytic evaluation of Van Gogh, College Art Journal, Vol. 9, No 3 (spring 1950), p 325-337.