Η επικινδυνότητα ενός επετειακού λόγου
Εκατό χρόνια από την γέννησή του (1901), στο κατώφλι του νέου αιώνα, που μερικώς, ίσως, μπορούμε να φανταστούμε και πολλαπλώς, ίσως θέλουμε να διαμορφώσουμε, ο επετειακός εορτασμός του Ανδρέα Εμπειρίκου, θέτει κατά τη γνώμη μου το κεφαλαιώδες ερώτημα, «τι από τον προηγούμενο αιώνα, τι από την προηγούμενη χιλιετία αξίζει να περάσει στην επόμενη (ημερολογιακή τουλάχιστον) φάση της ελληνόφωνης δημιουργίας». Έχοντας με υποψιασμένη αισιοδοξία, μια σχεδόν, ψευδαισθησιακή εμπιστοσύνη πως το αξιοκρατικό φίλτρο του χρόνου θα επιτρέψει να περάσει ό,τι αξίζει, νιώθοντας πως ο Εμπειρίκος το περνά γιατί το αξίζει, αλλά και πως το πέρασμά του έχει μια ανάδρομη δράση η οποία και διαμορφώνει το ίδιο το φίλτρο, προσπαθώ να δω τις συντεταγμένες αυτής της αξίας. Το εγχείρημα είναι δύσκολο, μέσα στις επετειακές συντεταγμένες, οι οποίες έχουν την τάση να εξιδανικεύουν, να αγιοποιούν το πρόσωπο (δες και το πρόσφατο επετειακό αφιέρωμα στον Ανδρέα Εμπειρίκο με τίτλο «Της μη συμμορφώσεως άγιος») αντιστρέφοντας, σε πρώτο επίπεδο, της αρχικές αντιδράσεις («βιβλίον σκανδαλώδες, γραμμένο από ένα παράφρονα» 1) του 1935, κατά την έκδοση της «Υψικαμίνου». Ενοποιώντας τους δύο πόλους στο μόρφωμα «σαλός άγιος» φοβάμαι ότι υπάρχει ο κίνδυνος ο λόγος του δημιουργού να θεωρηθεί ξανά αποκαλυπτικός, αλλά και ερμητικά κλειστός, και ο λόγος για τον δημιουργό να γίνει δοξαστικός και όχι αναλυτικός.
Οι ταυτίσεις μου με τον Ανδρέα Εμπειρίκο (και οι δυο – αν μια τέτοια «συγγένεια» μου επιτρέπεται! – μαχόμενοι στον τομέα της ψυχανάλυσης και της ποίησης) θα πριμοδοτούσαν μια τάση δοξαστικής ανθρωποφαγίας, όμως ο ποιητής μάς κρατά μακριά από κάθε τέτοια ιδέα μετ-εν-σάρκωσης του. «Πάρε τη λέξη μου. Δώσε μου το χέρι σου», λέει προτρέποντάς μας να κινηθούμε προς αυτόν σαρκικά, ενορμητικά αλλά και δείχνοντάς μας πως αυτό που θα ακουμπήσουμε δεν θα είναι ο ίδιος αλλά η μετουσιωμένη εγγραφή των ενορμήσεων στον λόγο του. Όχι ο ίδιος αλλά αυτός.
Αυτόν, των κειμένων, το πρόσωπο, την personna «Ανδρέας Εμπειρίκος» αναζητώ, το ιδιωτικής χρήσεως μόρφωμα «Ανδρέας Εμπειρίκος» κατασκευάζω, τον μύθο «Ανδρέας Εμπειρίκος» μελετώ, μέσα από τα κείμενά του και απο τα κείμενα άλλων ατόμων, τα οποία όλα – ακόμα και τα δικά του – τα θεωρώ ως κείμενα «αναφοράς» στο μόρφωμα Ανδρέας Εμπειρίκος) με κορυφαίο παράδειγμα το κείμενο του Οδ. Ελύτη1) και όχι στο συφικό πρόσωπο Ανδρέας Εμπειρίκος, το οποίο θα πρέπει να αφήσουμε σιγά – σιγά να σβησθεί.
Πηγές: το μέχρι σήμερα εκδοθέν στα ελληνικά ποιητικό και πεζογραφικό έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου. Τα δύο στα γαλλικά, ψυχαναλυτικά κείμενά του «Un cas de nevrose obsessionnelle avec ejaculations precoses” και “Un cas d’ homosexualite inconsciente”.
Από τη μεριά των φιλολογικών μελετών : α) την πρωτεύουσα θέση κατέχει η μελέτη του Γιώργη Γιατρομανωλάκη «Ανδρέας Εμπειρίκος ο ποιητής του έρωτα και του νόστου» (εκδόσεις Κέδρος 1983) που καλύπτει ερμηνευτικά όλο το γνωστό, μέχρι το 1983, έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου, καθώς και τα επίμετρα στα έργα που έχουν επιμεληθεί στη συνέχεια, β) δυο οξυδερκή κείμενα του Δ.Ν. Μαρωνίτη «Ποιητική 1», «Ποιητική 2» στο βιβλίο του «Πίσω – μπρος», εκδόσεις Στιγμή, 1986, γ) η μελέτη του Γ. Κεχαγιόχλου «εις την οδόν των φιλελλήνων» του Ανδρέα Εμπειρίκου, εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 1984, δ) τα αφιερώματα των περιοδικών «Χάρτης» τ. 17 / 18, 1985, «Πρόσωπα» τ. 64, 27/5/2000, «Αντί» τ. 731, 9/2/2001.
Από τη μεριά των ψυχαναλυτικών μελετών : α) σημαίνουσα θέση κατέχουν οι ιστορικό-ψυχαναλυτικές εργασίες του Θανάση Τζαβάρα2 που μελετά και αποδεικνύει ότι ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε ο πρώτος και πρώτος τη τάξει έλληνας ψυχαναλυτής… β) οι εργασίες της Ελένης Τζαβάρα3 σχετικά με το πως έγινε αποδεκτή η ψυχαναλύση στην Ελλάδα, γ) το άρθρο των Ε. Και Γ. Κούρια4 «Μια περίπτωση ψυχαναλυτικής πρακτικής μαζί με υπερρεαλιστικές περιπλανήσεις» που σχολιάζει το μοναδικό δημοσιευμένο ψυχαναλυτικό άρθρο του Ανδρέα Εμπειρίκου «Un cas de nervose οbsessionnelle avec ejaculations percoces”.
To βουνό, ως μεταφορά του ποιητικού έργου του Ανδρέα Εμπειρίκου
Θα προσπαθήσω να σας πω πώς βλέπω το έργο του και ποιά μοντέλα ψυχαναλυτικά και γλωσσολογικά νομίζω ότι εξελίχτηκαν μέσα σ’ αυτό. Όμως θα ήθελα να σας πω, γιατί, θεωρώ ότι είμαστε σ’ ενα εργαστήριο έρευνας ψυχοδυναμικής και όχι σ’ ένα ανατομικό τραπέζι πώς φαντάζομαι το έργο του Εμπειρίκου` από εκεί θα καταλάβετε και ποιες είναι οι προτιμήσεις μου και ίσως, το μοντέλο πάνω στο οποίο θα κάνω την ανάλυσή μου.
Βλέπω το ποιητικό και πεζογραφικό έργο σαν ένα βουνό. Ενα βουνό που ανεβαίνει πολύ απότομα, με καταρράκτες, πίδακες και με τους αχνούς αυτούς που ανεβαίνουν όταν πέφτουν οι καταρράκτες, πολύ ψηλά, πολύ γρήγορα. Αυτή η πλαγιά του βουνού είναι η Υψικάμινος (1935). Επάνω το βουνό δεν είναι άγριο, δεν έχει άγριες κορυφές. Είχε ένα εξαιρετικό υψίπεδο. Το υψίπεδο αυτο, που είναι πλούσιο και γεμάτο, για όσους το φέρνουμε τώρα στη μνήμη μας, είναι η Ενδοχώρα (1945). Λίγο πιο κάτω από το υψίπεδο και σε συνέχεια μ’ αυτό, όπως προέκυψε και συγγραφικά είναι ένα άλλο υψίπεδο που μας είναι ίσως το πιο άγνωστο από το έργο του Εμπειρίκου Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες` πρόκειται για την πολύ μεγάλη, σπουδαία και τελευταία μπορούμε να πούμε, ίσως με μια έννοια, ποιητική του συλλογή, που εκδίδεται μόλις στα 1984.
Οι πλαγιές που πέφτουν από αυτά τα υψίπεδα ειναι τα Γραπτά, ή προσωπική μυθολογία. Είναι η Οκτάνα, μια περίεργη πλαγιά, που μιά μοιάζει στην Υψικάμινο, μιά μοιάζει στα Γραπτά. Πέφτουν οι νουβέλες και πέφτει μια πλαγιά, που για μένα είναι η πιο ήρεμη, η πιο μεγάλη σε έκταση, η λιγότερο απρόβλεπτη, Ο μέγας ανατολικός.
Μου αρέσει να κάνω βόλτα στα υψίπεδα. Μου αρέσει, αν χρειαστεί να κατεβώ, να κατεβώ από την Υψικάμινο. Νομίζω πως έχοντας τοποθετήσει το βίωμά μου ως προς το έργο, μπορώ να πω τι νομίζω ότι γίνεται σ’ αυτο το έργο.
Παραδειγματικές ανοχές, συνταγματικές αντοχές
Οταν ο Εμπειρίκος γράφει την Υψικάμινο, προτείνει μια επαναστατική γραφή στα ελληνικά. Είναι μια προσπάθεια να δηλώσει μαζί δύο πράγματα : την ψυχανάλυση και τον σουρεαλισμό. Είναι όπως λέει σε μια συνέντευξη του πολύ αργότερα «με τη θέρμη του επαναστάτη». Πρέπει σαν επαναστάτης που είναι, να χτυπήσει δυνατά. Χτυπά δυνατά μέχρι ένα όριο, όμως!
Ποιο είναι το όριο; Το επισημαίνει πολυ καλά ο Γιατρομανωλάκης, αν πάρουμε και δούμε το έργο απο τον άξονα του λόγου. Ο Εμπειρίκος φτάνει μέχρι το να διαταράξει τις παραδειγματικές σχέσεις μέσα στον λόγο. Δεν ξέρω πόσο εξοικειωμένοι είστε με τη σύνταξη` η φράση μας, λέει η γλωσσολογία, έχει τους κανόνες με τους οποίους συνδέονται τα στοιχεία που την απαρτίζουν. Αυτές ειναι οι συνταγματικές δομές, π.χ. εγώ αυτή τη στιγμή κάνω τη φράση «μιλώ στο ακροατήριο». Ο κανόνας της σύνταξης μας λέει πως το «μιλώ» συντάσσεται με αιτιατική, θα πάρει ένα συμπλήρωμα που θα είναι στην αιτιατική. Μπορώ τη φράση μου να την αλλάξω, να την κάνω «μιλώ στο πλήθος, μιλώ στο λαό». Η συνταγματική σχέση υποχρεωτικά θα διατηρηθεί, εφόσον θέλω να επικοινωνήσω μαζί σας. Εκεί που είναι το αντικείμενο, βλέπετε ότι το έχω αλλάξει. Το έκανα «ακροατήριο», «λαός», «πλήθος». Μπορώ να βάλω πλήθος λέξεις. Πρόκειται για παραδειγματικές αλλαγές που θα γίνουν υποχρεωτικά στη σύνταξη που προβλέπει το ρήμα, το «μιλώ». Ο Εμπειρίκος και οι σουρεαλιστές τις παραδειγματικές σχέσεις τολμούν και τις καταλύουν. Σε κάθε στίχο της Υψικαμίνου θα διαπιστώσουμε την πλήρη κατάργηση των παραδειγματικών σχέσεων (ο κλώνος υπέθαλψε την σταχτοθήκη… κοντά – κοντά στην εσπεριδοειδή βραδυά… ενεφανίσθη και χάθηκε η δεσποινίς που συνήντησα μεσ’ στο συρτάρι μου).
Αντιθέτως σέβονται, τηρούν ή φοβούνται, θα έλεγα, να θίξουν τις συνταγματικές σχέσεις. Οι φράσεις είναι τέλειες συντακτικά. Κατά τη γνώμη μου αυτό σημαίνει ότι ο Εμπειρίκος θέλει να δείξει ότι βρίσκεται όταν γράφει στο επίπεδο του ασυνειδήτου, όπου δηλαδή όλα μπορούν να συνδυασθούν με όλα: κάθε αναπαράσταση, κάθε φαντασίωση μπορεί, αφού το ασυνείδητο είναι άναρχο, άχρονο και χωρίς τοπικά όρια να συνδυασθεί με κάθε φαντασίωση – αναπαράσταση. Δεν έχουν αρχίσει να μπαίνουν ακόμη οι κανόνες που επιβάλει, η αρχή της πραγματικότητας` ο ψυχισμός λειτουργεί με την αρχή της ευχαρίστησης, άρα μπορούν να γίνουν όλοι οι συνδυασμοί. Αν σκεφτούμε τα όνειρά μας θα καταλάβουμε αμέσως ότι σε αυτά παράγονται τέτοιου είδους σχέσεις. Μπορώ λοιπόν να με βλέπω να περνάω ένα τοίχο, να πίνω ένα βουνό, να καβαλικεύω ένα σύννεφο, όλα αυτά μπορώ να τα δω στο όνειρο μου και αυτά τα επιβάλει στην γλώσσα, τα επιβάλει στην ελληνική ποίηση, μάς τα προσφέρει σαν δυνατότητες ο Ανδρέας Εμπειρίκος με την Υψικάμινο. Συγχρόνως η γλώσσα διευρύνεται, και αυτό θα το ακολουθήσει με συνέπεια ο Εμπειρίκος σε όλη του τη ζωή, όχι μόνο στη γλώσσα που μιλάει αυτός και η εποχή του (μια γλώσσα που συνδυάζει στοιχεία δημοτικής και στοιχεία καθαρεύουσας), αλλά σε ολόκληρο το φάσμα της ελληνικής γλώσσας. Αυτή η θέση προκύπτει από ένα ψυχαναλυτικό ανάλογο ή ένα ψυχαναλυτικό πρωθύστερο: όπως μπορώ να χρησιμοποιήσω όλες τις φαντασιώσεις, έτσι μπορώ να χρησιμοποιήσω και όλες τις λέξεις. Όλο το ασυνείδητο είναι δικό μου, σε όλο το ασυνείδητο μπορώ να πάω, σε όλες τις λέξεις, φορείς φαντασιώσεων, νοημάτων, αναπαραστάσεων μπορώ να πάω. Όμως ο σεβασμός των συντακτικών δομών μας επιτρέπει και μια ακόμη ψυχαναλυτική υπόθεση : ο ποιητής δεν επιτρέπει στη γραφή του την «αποδόμηση των βασικών, στοιχειωδών μονάδων που είναι οι συνταγματικές σχέσεις της φράσης επειδή δεν επιτρέπει την αποδιοργάνωση των αντιστοίχων σχέσεων μέσα στις θεμελιώδεις, φαντασιώσεις καταγωγής.
Ενύπνιο, όνειρο, ονειροπόληση
Ποιος μπορεί να είναι ο ψυχικός μηχανισμός που αποτελεί το μοντέλο της Υψικαμίνου; Θα έλεγα ότι είναι το «ενύπνιο». Το όνειρο μέσα στον ύπνο. Πρόκειται για τη φαντασίωση που έχουμε γι’ αυτό το όνειρο που γίνεται μες στον ύπνο, γιατί από τη στιγμή που ξυπνάμε δεν θυμόμαστε παρά το «όνειρο», δηλαδή αυτό που διηγούμαστε σε σχέση με το ενύπνιο. Το ενύπνιο, χωρίς τη λογοκρισία του συνειδητού, μοιάζει να είναι το πρότυπο για το ποίημα της αυτόματης γραφής, που είναι το αίτημα της σουρεαλιστικής γραφής. Δεν θεωρώ όμως ότι όλα τα ποιήματα της Υψικαμίνου αποτελούν αποκλειστικά προϊόντα αυτόματης γραφής, αλλά ότι αρκετά έχουν ήδη υποστεί κάποιες επεμβάσεις όσον αφορά το στήσιμό τους. Μερικά, μάλιστα είναι εξαιρετικά δομημένα ποιήματα, όπως το έχει επισημάνει ο Γ. Γιατρομανωλάκης. Και όλα, λίγο πολύ, έχουν μια κάποια χαλαρή δομή. Όμως σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι ο Ανδρέας Εμπειρίκος με την Υψικάμινο, ως σουρεαλιστής διακινεί και διακινείται από τις αρχετυπικές ενέργειες του ενυπνίου και ως ψυχαναλυτής ρηματοποιεί τις ασυνείδητες φαντασιώσεις. Η Υψικάμινος μοιάζει να προτείνεται ως ο λόγος του ασυνειδήτου της πρώτης φροϋδικής τοπικής.
Στη συνέχεια ο Ανδρέας Εμπειρίκος γράφει την Ενδοχώρα σχεδόν χωρίς ημερολογιακή διακοπή με την Υψικάμινο. Ίσως να υπάρχουν και ποιήματα που επικαλύπτονται, η Ενδοχώρα όμως εκδίδεται πολύ αργότερα, το ΄45. Η καθυστερημένη έκδοση επιδρά στις διεργασίες που κάνει ο Εμπειρίκος στα ποιήματά του, στις διεργασίας που κάνει στον ίδιο του τον εαυτό, στις διεργασίες που κάνει η εποχή πάνω του, γιατί τα χρόνια που μεσολαβούν είναι χρόνια τραγικά τα οποία ωθούν τους ανθρώπους να σκεφτούν και να συνειδητοποιήσουν πολλά ζητήματα. Θεωρώ ότι στη Ενδοχώρα γίνεται μια μεγάλη αλλαγή η οποία μεταθέτει το μοντέλο από το ενύπνιο στο όνειρο. Αυτό θα δώσει τη δομή των ποιημάτων. Το όνειρο ψυχαναλυτικά είναι μια ιστορία του ύπνου που θυμόμαστε και διηγούμαστε. Μια ιστορία που οι ψυχαναλυτές την ακούμε σαν να είναι η καλύπτουσα ιστορία. Πρόκειται για το έκδηλο περιεχόμενο του ονείρου, που ξέρουμε πως έχει υποστεί συμβολικές μετατροπές λόγω της επίδρασης της απώθησης και της λογοκρισίας. Είναι ένα υλικό μεταλλαγής, που προέρχεται από μια υποκείμενη ιστορία που βρίσκεται πλησιέστερα στη φαντασίωση, στο βίωμα ευχάριστων ή (και) τραυματικών γεγονότων (ψυχικών ή πραγματικών). Η ιστορία αυτή είναι το λανθάνον περιεχόμενο του ονείρου. Πρόκειται λοιπόν για δυο εγγραφές : η δεύτερη εγγραφή, η εγγραφή του εκδήλου περιεχομένου, γίνεται γιατί πρέπει το όνειρο να είναι εν μέρει αποδεκτό από τον άνθρωπο όταν ξυπνήσει. Να μην τον τρομάζει πάρα πολύ, να μην τον κάνει να ντρέπεται πάρα πολύ, όχι μόνο όταν ξυπνήσει, αλλά και για να μην ξυπνήσει` αυτές οι μεταλλαγές γίνονται κατά τη διάρκεια του ύπνου για να μπορέσει να συνεχιστεί ο ύπνος. Οπως λεει ο Φρόϋντ «το όνειρο σώζει τον ύπνο». Οταν οι συμβολικοί μετασχηματισμοί είναι ανεπαρκείς, το όνειρο μετατρέπεται σε εφιάλτη, ξυπνάει το άτομο και χάνεται ο ύπνος. Το όνειρο αυτού του τύπου, με την διπλή εγγραφή είναι το όνειρο το οποίο δίνει το μοντέλο στην Ενδοχώρα` κατά συνέπεια η Ενδοχώρα περιέχει ποιήματα μιας πολύ πιο σταθερής δομής, μιας περισσότερο εμφανούς ιστορίας, την οποία την παρακολουθούν οι αναγνώστες καλύτερα. Συγχρόνως οι αλλαγές που έχουν γίνει μέσα στον ιστορικό χώρο, τοποθετούν την Ενδοχώρα ως ποιητική συλλογή, περισσότερο αποδεκτή από την Υψικάμινο όταν εμφανίζεται, και οι κριτικές είναι πολύ πιο θετικές. Ο Εμπειρίκος συνεχίζει και γράφει ποιήματα` Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες καλύπτει μια πολύ μεγάλη περίοδο, για πάρα πολλά χρόνια, ίσως μια εικοσαετία, και εκδίδεται μετά το θάνατό του. Η δομή αυτών των ποιημάτων αρχίσει και γίνεται προοδευτικά όλο και πιο στέρεη. Θα έλεγε κανείς, εγώ τουλάχιστον που δεν είμαι φιλόλογος, ας τολμήσω να το πω, πως αυτά τα ποιήματα, μετά από τα πρώτα, που είναι αρκετά κοντα χρονολογικά στην Ενδοχώρα δεν είναι σουρεαλιστικά ποιήματα. Είναι ποιήματα τα οποία έχουν μια πολύ στέρεη δομή, με πολύ καθαρή την εμφανή ιστορία` είναι ποιήματα συμβολικά. Εχουν μέσα πάρα πολλούς συμβολισμούς, μεταφορές, παρομοιώσεις. Η δομή αρχίζει και παίζει όλο και πιο πολύ ρόλο. Οι Μαρωνίτης και Γιατρομανωλάκης επισημαίνουν ένα μοντέλο το οποίο το ορίζεται απο τη χρήση πέντε τύπων ρητορικής, και το οποίο ορισμένες φορές λειτουργεί ασφυκτικά ως προς το ποίημα. Νομίζω όμως ότι υπάρχουν και ποιήματα που επωφελούνται πολύ από το ότι υπάρχει δομή και μερικά από αυτά μάλιστα φτάνουν σε νεωτερισμούς, που δεν ξέρω και πόσο ο ίδιος ο Εμπειρίκος, όντας πάντοτε σουρεαλιστής είχε αντιληφθεί ότι τους εγκαινίαζε και τους προωθούσε στην νεοελληνική ποίηση. Αναφέρομαι για παράδειγμα στο ποίημα «Γη», όπου ο Εμπειρίκος κατά τη γνώμη μου πλησιάζει στα όρια της φωνητικής ποίησης. Είναι ένα ποίημα 17 στίχων, στους 14 στίχους επαναλαμβάνει 24 φορές το φώνημα [Γη] «Γη, γη, γη, γηγενής, του γίγνεσθαι», με ένα τρόπο που είναι ο τρόπος της φωνητικής ποίησης, με ένα τρόπο που δίνει ρυθμό, και που «αδειάζει» πλέον το σημαίνον [Γη] από το σημαινόμενο Γη. Έχοντάς το ακούσει πια τόσες φορές, πλέον δεν το ακούς, με τρόπο που μοιάζει ίσως στις ασκήσεις που κάνουν στις ανατολικές πρακτικές λέγοντας το «ομ», με τρόπο που υπάρχει επίσης στη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική. Το σημαίνον «αδειάζει» από το περιεχόμενο, γίνεται κενό σχήμα, για να μπορέσεις να το ανοίξεις και να βάλεις μέσα σ’ αυτό ότι θέλεις. Γίνεται καινό σχήμα. Στο σημείο αυτό η δομή παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Αφού μάς έχει κάνει το άνοιγμα στη Γη, στην θηλυκή υπόσταση, και μάς έχει φέρει στο σημείο να ανοίγουμε και να την φανταζόμαστε όπως θέλουμε, κάνει ένα γύρισμα με τρεις τελικούς στίχους, στους οποίους δεν υπάρχει καθόλου το σημαίνον [Γη]. Είναι θα έλεγα οι τρεις τελευταίοι ανδρικοί στίχοι που έρχονται και κολλάνε στο ποίημα ή το φαλλικό στοιχείο που αποδίδει στη γυναίκα Γη.
Με ηδονή αναμοχλεύουμε τα χώματα μας
Σπέρνοντας στις γυναίκες και στην γη
Λέγοντας: Γη γη γηγενής, γη, μάνα γη
Γη, γη, πατρίδα μας παντού στην οικουμένη,
Γη της καρδιάς μας,
Γη του πέους μας
Γη της ψυχής μας
Άνευ ολέθρων, δίχως μιάσματα και δίχως ζήλια γη
Γη, άνευ όφεων, εδεμική
Γη αθωότητος και γη ευδαιμονίας
Γη, γηγενής και γη ευδαιμονίας
Γη, γηγενής στο αίμα μας( δικαιοσύνη)
Άνευ ορίων και άνευ όρων γη
Σφύζουσα γη του γίγνεσθαι (μεγαλωσύνη)
Γη, γη, του μέλλοντος υπάρχεις ήδη
Στο αίμα μας,
Στο σπέρμα μας
Και στα άσματα μας
Πρόκειται για ένα σημαντικότατο νεωτερισμό που φέρνει ο Εμπειρίκος στην ελληνική ποίηση. Την πάει πολύ πέρα από αυτό που ο ίδιος έφερε με τον σουρεαλισμό. Τα χρόνια εκείνα αρχίζει να εισάγει νεολογισμούς, δικές του λέξεις στα ποιήματα. Είναι ένας άλλος τρόπος για να πει ότι μπορούμε να πάμε πιο πέρα από τις παραδειγματικες σχέσεις, πιο πέρα από τη λέξη, σπάζοντάς την και δημιουργώντας ένα σημαίνον άνευ σημαινόμενου. Μέσα στο πλαίσιο ποιήματος δημιουργείται μια ατμόσφαιρα, με το συναίσθημα και με τα νοήματα` εκεί προσφέρονται κάποιες «θήκες», οι νεολογισμοί, κάποια κενά σημαίνοντα όπου πλέον ο αναγνώστης του ποιήματος θα βάλει χάρη στη δική του ελευθερωμένη από τον ποιητή διεργασία το δικό του περιεχόμενο. Πρόκειται για ένα μεγάλο νεωτερισμό, που δεν ξέρω αν τον εισάγει, αλλά πάντως, τον στηρίζει ο Εμπειρίκος μέσα από την ποιητική του δουλειά. Αυτά νομίζω ότι γίνονται επειδή σιγά σιγά, ίσως έχει ελαττωθεί η πίεση του σουρεαλισμού πάνω του, επειδή το αφηγηματικό μέρος δίνει ένα πλαίσιο στο ποίημα ως προς την οργανωμένη του ιστορία και δομή` αυτό που επιτρέπει άλλα ανοίγματα, πρωτοποριακά, που δεν στοχεύουν στις έτοιμες φαντασιώσεις, στις έτοιμες λέξεις, αλλά στο κενό των λέξεων, στο κενό των φαντασιώσεων.
Συνοψίζοντας την ποιητική γραφή του Ανδρέα Εμπειρίκου ως προς το ψυχαναλυτικό μοντέλο θα μπορούσε κανείς να εγκαταστήσει τις αναλογίες : α) η Υψικάμινος είναι ο λόγος του ασυνειδήτου, β) η Ενδοχώρα είναι ο λόγος του προσυνειδήτου, ο χώρος των διπλών εγγραφών ανάμεσα στην εικόνα και στην λέξη, ο χώρος του συγκερασμού του συνειδητού με το ασυνείδητο, γ) Αι γενεαί πάσαι ο λόγος του συνειδητού που μετασχηματίζει συμβολικά τη φαντασία. Η ασφάλεια που παρέχει η ανάπτυξη της δομής, των πολλαπλών συμβολικών εγγραφών, επιτρέπει και την ευρύτερη ποιητική – δες αποδιοργανωτική – χρήση της λέξης και ως προς τη μορφολογική και ως προς τη φωνητική διάστασή της. Με αυτόν τον τρόπο ο Ανδρέας Εμπειρίκος επιτυγχάνει, ή το ποιητικό είδος επιτυγχάνει να τον επιβάλει, κείμενα με αποσπασματικό, στικτικό και αποκαλυπτικό χαρακτήρα : ποιήματα.
Παράλληλα κάνει μια ολόκληρη διεργασία, μέσα από πεζά, από νουβέλες και από τον Μέγα Ανατολικό, όπου το αφηγηματικό μέρος κερδίζει περισσότερο έδαφος και όπου το μοντέλο, ως προς τη ψυχική λειτουργία, είναι το μοντέλο της ονειροπόλησης. Ονειροπόληση είναι αυτή η κατάσταση στην οποία μπαίνουμε συνειδητά, αφήνουμε την φαντασία μας να τρέχει, την καθοδηγούμε και, αν καμιά φορά κάτι δεν μας πάει πολύ καλά, μπορούμε κάπως να την ξαναβάλουμε στον δρόμο που θέλουμε. Με τη μεγάλη αφήγηση ο Εμπειρίκος νομίζω ότι «πιάνεται» (ξανά), συνειδητά ή ασυνείδητα, σε μια άλλη παγίδα, που έρχεται από μια άλλη πλευρά του ασυνείδητου. Τον λόγο κατά τη γνώμη του τον διαμορφώνει στα πεζά και στο μακρύ πεζό, που είναι ο Μέγας Ανατολικός, αυτό το μέρος του ασυνειδήτου που λέγεται «το ιδεώδες του Εγώ». Πρόκειται για πολύ πρώιμες ταυτίσεις οι οποίες αναφέρονται στον πατέρα της προϊστορίας του υποκειμένου ( στον οιδιπόδειο πατέρα της μητέρας) και στον πατέρα της ιστορίας του υποκειμένου (στον πατέρα του οιδιποδείου του). Οι ταυτίσεις αυτές δημιουργούν αισθητικές αξίες και οργανώνουν τον λόγο μας και την αισθητική δημιουργία μας από πολύ νωρίς.
Η υπόθεσή μου είναι ότι ο Εμπειρίκος μεγαλώνει σε μια Ελλάδα, παλλόμενη, μια Ελλάδα η οποία συναντά την απελευθέρωση της Βορείου Ελλάδος (που γεμίζει με τρομερό ενθουσιασμό τον ελληνισμό), τους Βαλκανικούς, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχει έναν πατέρα, ο οποίος ενεργά βοηθά τους αγώνες του έθνους. Φαντάζομαι ότι μέσα σ’ αυτό το κλίμα υπάρχουν πάρα πολλοί ενθουσιώδεις λόγοι, λόγοι επαναστατικοί επίσης, από άλλα διαβάσματα που κάνει, λόγοι ρητορικοί. Αυτοί οι λόγοι εγγράφονται στο ιδεώδες του Εμπειρίκου και όσο μεγαλώνει ο Εμπειρίκος, όσο απομακρύνεται από το ασυνείδητο (γιατί σταματά την εργασία του ως ψυχαναλυτής από το ΄51), όσο απομακρύνεται από την καθημερινή άσκηση της ψυχανάλυσης και αφήνεται στη μεγάλη φόρμα τόσο, όλο και περισσότερο, οι σκληρές παιδικές αισθητικές ταυτίσεις κερδίζουν έδαφος και οργανώνουν το πλαίσιο του λόγου (και του ψυχισμού;). Αυτά δεν έγιναν βέβαια τόσο αυτόματα. Νομίζω ότι και συνειδητά ο Εμπειρίκος κινήθηκε προς εκεί, μέσα από την ιδέα να πλησιάσει τον ελληνισμό και μέσα από τον ελληνισμό την παγκόσμια ιστορία και τον πολιτισμό να γίνει μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων…
Πρωθύστερη κατάληξη
Η σχηματική πορεία της δημιουργικότητας του Ανδρέα Εμπειρίκου η οποία επιχειρήθηκε απαιτεί περισσότερη υποστήριξη σε τρεις τουλάχιστον άξονες : α) στη θεματική ανάπτυξη ώστε να φανούν οι διεργασίες κατά την πρόοδο του έργου από το ενύπνιο στην συμβολική έκφραση, β) στη δομική ανάλυση των κειμένων, γ) στην παρουσίαση του εννοιολογικού ψυχαναλυτικού οπλοστασίου με το οποίο εργάζεται η σκέψη του Ανδρέα Εμπειρίκου. Στην κατεύθυνση αυτή ο γράφων έχει προχωρήσει στην ανάλυση των ψυχαναλυτικών κειμένων του Ανδρέα Εμπειρίκου και θεωρεί πως η ισχυρή αντίστασή του ως προς την έννοια της ενόρμησης του θανάτου, καθόρισε, στερώντας το έργο του από ουσιαστικότερη ανθρωπογνωσία και από τη δυναμικότερη αποδιοργανωτική τάση, που ίσως αποτελεί την απαραίτητη αγωνιώδη βαλβίδα για την ποιητική εκτίναξη. Σχετικά με αυτά ο γράφων θα επανέλθει σε επόμενο κείμενο.
Ως προς το αρχικό ερώτημα της αξίας και της ικανότητας του έργου του Ανδρέα Εμπειρίκου να περάσει το φράγμα του χρόνου, ο γράφων θεωρεί πως ο Ανδρέας Εμπειρίκος ανήκει στη διεθνή κομπανία που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος βλέπει την λογοτεχνία, και η λογοτεχνία βλέπει τον άνθρωπο, εγκαθιστώντας, μαζί με την ψυχανάλυση, νέο τρόπο θεώρησης του κόσμου. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, άνευ όρων, άνευ ορίων, θα περάσει στον Αιώνα….
Σημειώσεις
- Οδ. Ελύτης, (1970) Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, Αθήνα, εκδ. Ύψιλον, 1980
- Θ. Τζαβάρας, «Στοιχεία και σημεία από δυο αρχεία» στο Ψυχανάλυση και Ελλάδα, Θ. Τζαβάρας (επιμ.), Εταιρεία Σπουδών Νεοελλ. Πολιτ. Και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 1984 / Θ. Τζαβάρας, «Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η ψυχανάλυση», Χάρτης, τ. 17 / 18, Νοεμ. 1985, σ. 565 – 577 / και πλήθος άλλων σχετικών ελληνόφωνων και γαλλόφωνων κειμένων.
- Helene Tzavaras, “Οedipe ou Ulysse? Identite et filiation de la psychanalyse en Grece” in 1o, Rev. Inter. de Psychanalyse, No 4, 1993, σ. 87 – 93 / και άλλα κείμενα
- Ε. Κούρια και Γ. Κούριας, Μια περίπτωση ψυχαναλυτικής πρακτικής μαζί με υπερρρεαλιστικές περιπλανήσεις, στο Ψυχαναλύση και Ελλάδα, o.π.